DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing self | all forms | exact matches only
EnglishGreek
admission for the purposes of pursuing self-employed occupationεισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας
aids for the creation of self-employed activitiesενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων
freedom to take up and pursue activities as self-employed personsπρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες
oxygen-generating self-contained breathing apparatusαυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνου
personal protective equipment for self-defenceμέσο ατομικής προστασίαςΜΑΠγια την αυτοάμυνα σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης
rebreathing-type self-contained apparatusαυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου πεπιεσμένου οξυγόνου
secondarily self-employedάτομο που ασκεί δευτερεύουσα δραστηριότητα
self-contained closed-circuit oxygen breathing apparatus, compressed oxygen typeαυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου πεπιεσμένου οξυγόνου
self-contained closed-circuit oxygen breathing apparatus, liquid oxygen typeαυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου υγρού οξυγόνου
self-contained closed-circuit oxygen breathing apparatus, oxygen generating typeαυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνου
self-determinationαυτοπροσδιορισμός
self employedαυτοαπασχολούμενος
self-employed earnerμη μισθωτός
self-employed personμη μισθωτός
self-employed personμη μισθωτός εργαζόμενος
self-managementαυτοδιαχείρηση
workers' self-managementαυτοδιαχείρηση