DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing officer | all forms | exact matches only
EnglishGreek
careers guidance officerυπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού
deck officer Class 4τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος
engineer officerαξιωματικός μηχανής
engineer officerαξιωματικός μηχανικός πλοίου
engineer officer Class 2δεύτερος μηχανικός
Principal Clerical OfficerKύριος υπάλληλος γραφείου
project officerυπεύθυνος προγράμματος
purchasing officerοικονόμος ξενοδοχείουεστιατορίων κ.λ.π.
second engineer officerδεύτερος μηχανικός
ship's deck officerαξιωματικός γέφυρας
vocational guidance officerυπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού
watchkeeping officerτέταρτος αξιωματικός καταστρώματος