DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing insulating | all forms | exact matches only
EnglishGreek
aerial lift device with insulating armεναέριος ανελκυστήρας με μονωμένο βραχίονα
electricity-insulating footwearηλεκτρομονωτικά προστατευτικά υποδήματα
electricity-insulating gloveηλεκτρομονωτικά γάντια
insulating appliance with closed circuitσυσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με κλειστό κύκλωμαοξυγόνο
insulating appliance with fresh airσυσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με λήψη από τον ελεύθερο αέρα
insulating appliance with open circuitσυσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με ανοικτό κύκλωμααέρα
insulating bootμπότες με ηλεκτρική μόνωση
insulating toolμονωτικό εργαλείο