DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Labor law containing entreprises | all forms | exact matches only
FrenchGreek
activité contractuelle complémentaire au niveau des entreprisesσυμπληρωματική συμβατική δραστηριότητα στο επίπεδο των επιχειρήσεων
adaptabilité interne des entreprisesεσωτερική προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων
apprentissage au sein de l'entrepriseμαθητεία σε επιχείρηση
apprentissage en entrepriseμαθητεία σε επιχείρηση
artisan travaillant en entrepriseβιοτέχνης εργαζόμενος σε επιχείρηση
charte de la diversité en entrepriseΧάρτης ποικιλομορφίας
comité d'entrepriseσυμβούλιο εργαζομένων
conseil d'entrepriseσυμβούλιο εργαζομένων
détaché par une entrepriseαποσπασμένος από την επιχείρηση
entreprise de sourcingεμπορευματιστής
entreprise de travail adaptéπροστατευόμενο εργαστήριο
entreprise de travail adaptéεργαστήριο για άτομα με ειδικές ανάγκες
entreprise dispensant une formationεπιχείρηση που παρέχει κατάρτιση
entreprise généraleιδιοκτήτης κατασκευαζομένου δομικού έργου
flexibilité interne à l'entrepriseεσωτερική ευελιξία της επιχείρησης
graphologie d'entrepriseεργασιακή γραφολογία
graphologie d'entrepriseβιομηχανική γραφολογία
lier le salaire aux performances de l'entrepriseσυνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησης
maintien des droits des travailleurs en cas de transfert d'entreprisesδιατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων
négociation d'entrepriseσυλλογική διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχειρήσεων
négociation d'entrepriseδιαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης
personne engagée dans un projet d'entrepriseάτομο απασχολούμενο σε ορισμένο έργο
pouvoir du chef d'entrepriseδιευθυντικό δικαίωμα
programme de formation continue des salariés en entrepriseπρόγραμμα συνεχούς κατάρτισης των μισθωτών στις επιχειρήσεις
programme visant à améliorer la sécurité, l'hygiène et la santé sur le lieu de travail, en particulier dans les petites et moyennes entreprisesΠρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
surveillant de travaux d'entreprises de jardinεπιβλέπων κηπουρικών εργασιών
technicien d'entreprises de travaux agricolesγεωπόνος γεωργικής επιχειρήσεως
transfert d'entrepriseμεταβίβαση της επιχείρησης
travailleur détaché à l'étranger par l'entrepriseεργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση
études concernant les entreprises de transportoικovoμική μεταφoρώv