DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing crew | all forms
EnglishGreek
cabin crewπλήρωμα θαλάμου
cabin crewμέλος πληρώματος θαλάμου επιβατών
double crewδιπλό πλήρωμα της αμαξοστοιχίας
double crewδιπλή ομάδα προσωπικού
to engage a crewναυτολογώ ένα πλήρωμα
ground crewαεροπορικό προσωπικό εδάφους
to pay off the crewπληρώνω και θέτω σε αργία ένα πλήρωμα
to pay off the crewαπολύω ένα πλήρωμα
unskilled crewπλήρωμα χωρίς προσόντα