DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing be | all forms | exact matches only
EnglishGreek
attachment system which can be connected to an anchorage pointσύστημα πρόσδεσης με δυνατότητα σύνδεσης σε σημείο αγκύρωσης
to be fit to resume workικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία
be in gainful employment, toασκώ κατ'επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα
to be off workαπέχω
to be promoted to a higher positionπροβιβάζομαι
to be promoted to a higher positionκαταλαμβάνω μία ανώτερη θέση
component which can be adjusted by the userσυστατικό μέρος ρυθμιζόμενο από το χρήστη
earmuff which can be fitted to industrial protective helmetωτοασπίδα που προσαρμόζεται στο προστατευτικο κράνος
minimum age to be taken on the regular staffελάχιστο όριο ηλικίας πρόσληψης
post to be filledθέση που πρόκειται να πληρωθεί
provision for the early retirement age to be raised by stagesσυμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
right to be provided with appropriate workδικαίωμα για απασχόληση
safety shoe which can easily be removedυποδήματα ασφαλείας που βγαίνουν εύκολα
shoe which can be unlaced or unhooked rapidlyυποδήματα με σύστημα ταχείας απελευθέρωσης των κορδονιών ή των αγγραφών
the contract may be for a fixed or for an indefinite periodη σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο
the Court of Justice may rule that the member concerned be deprived of his right to a pensionτο Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως
threshold value at which physical injury can be expected to occurόριο πέραν του οποίου επέρχονται σωματικές βλάβες