DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Labor law containing action | all forms | exact matches only
FrenchGreek
Action communautaire concernant l'analyse, la recherche, la coopération et l'action de la Commission dans le domaine de l'emploiΚοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση, την έρευνα, τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης
Action pilote "Troisième système et emploi"Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση"
Action pour l'emploi en Europe-Un pacte de confianceΔράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
action sur les malléolesδράση πάνω στους αστραγάλους
autonomie d'actionαυτονομία δράσης
comité d'actionεπιτροπή δράσης
groupe d'actionεπιχειρησιακή ομάδα
Plan d'action nationale pour l'emploiεθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση
plan d'action sur les compétences et la mobilitéσχέδιο δράσης για τις δεξιότητες και την κινητικότητα
Programme d'Action Communautaire en faveur des chômeurs de longue duréeΠρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων
Programme d'action communautaire à moyen terme pour l'égalité des chances entre les hommes et les femmesΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών
Programme d'action pour la croissance de l'emploiΠρόγραμμα δράσης για την προώθηση της απασχόλησης
Programme d'action pour la sécurité pour l'EuropeΠρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
temps d'actionχρόνος για την εκτέλεση ενός δεδομένου έργου