Portuguese | Greek |
a aquisição do direito às prestações | η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής |
a contribuição do Fundo para as despesas de reconversão profissional | η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως |
a fim de exercer uma atividade laboral | με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία |
a formação e o aperfeiçoamento profissionais | επαγγελματική εκπαίδευση και επιμόρφωση |
a liberalização dos movimentos dos trabalhadores | η ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένων |
a mão de obra | το εργατικό δυναμικό |
a profissão para que os trabalhadores no desemprego tenham sido reconvertidos | το επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν |
a remuneração dos trabalhadores | η αμοιβή των εργαζομένων |
aceder a um cargo superior | προβιβάζομαι |
aceder a um cargo superior | καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση |
acesso a um emprego | πρόσβαση σε εργασία |
acesso a um emprego permanente | απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας |
acesso à formação profissional | πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση |
acompanhar a redução dos efetivos | συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού |
acordos a nível local | συμφωνία σε τοπικό επίπεδο |
adaptação à cabeça | εφαρμογή στο κεφάλι |
adaptação à morfologia do utilizador | προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη |
admissão a fim de aí exercerem uma atividade profissional independente | εισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας |
admissão para acesso a um emprego assalariado | αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης |
admissão à reforma | συνταξιοδότηση |
admissão à reforma | χορήγηση σύνταξης |
agricultor a título principal | κατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως |
ajuda à transição para um novo emprego | ενίσχυση για τη μετάβαση σε νέα θέση απασχόλησης |
ajudas à contratação | ενίσχυση στις προσλήψεις |
ajudas à criação de atividades independentes | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων |
ajustar os salários à inflação real | προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού |
Aliança Europeia para a Aprendizagem | Ευρωπαϊκή συμμαχία για θέσεις μαθητείας |
apoio estanque da peça facial sobre a face | στεγανή υποστήριξη των σημείων που εφάπτονται στο πρόσωπο |
apoio à criação de postos de trabalho | συμβολή στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
apoio à instalação e à obtenção de experiência de trabalho | δαπάνες ενισχύσεων για εγκατάσταση και τοποθέτηση σε εργασία |
aptidão à descontaminação | δυνατότητα απολύμανσης |
arco de proteção montado à retaguarda | αψίδα ασφαλείας τοποθετημένη στο πίσω μέρος |
as disposições gerais do presente Tratado relativos à liberalização dos serviços | οι γενικές διατάξεις της παρούσης συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών |
assegurar um emprego a todos os grupos desfavorecidos | εξασφαλίζω απασχόληση σε όλες τις μειονεκτούσες ομάδες |
auxílio à reconversão profissional | ενίσχυση για τον επαγγελματικό επαναπροσανατολισμό |
avental resistente a perfurações | ποδιά κατά της διάτρησης |
Ação comunitária relativa à análise, investigação, cooperação e ação da Comissão no domínio do emprego | Κοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση, την έρευνα, τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης |
Ações a favor dos desempregados de longa duração | Δράση παροχής βοήθειας στους μακροχρόνια ανέργους |
base de dados europeia sobre a saúde e segurançaHASTE | βάση δεδομένων περί υγιεινής και ασφάλειας |
bobinador à máquina - indústria elétrica | περιελικτής μπομπινών με μηχανή |
bordadora à máquina | κεντήτρια με μηχανή |
cabos ou cordas para descidas de emergência | προστασία με δεσμό |
carregador ferroviário ou de camiões | φορτοεκφορτωτής οχημάτων |
centro europeu de informação sobre a subcontratação | ευρωπαϊκό κένρο πληροφοριών για την υπεργολαβία |
colete ou casaco de proteção contra as agressões mecânicas | γιλέκο ή ζακέτα προστασίας από τις μηχανικές προσβολές |
Comissão Mista para a Harmonização das Condições de Trabalho na Indústria do Aço | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργία |
Comissão Mista para a Harmonização das Condições de Trabalho na Indústria do Aço | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβα |
comissão mista para a harmonização das condições de trabalho na siderurgia | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη βιομηχανία του χάλυβα |
comissão mista para a harmonização das condições de trabalho na siderurgia | μεικτή επιτροπή για την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στη σιδηρουργία |
comissão nacional para a igualdade | εθνική επιτροπή ισότητας |
condutor de máquinas para a construção de estradas | χειριστής μηχανής κατασκευής δρόμωνγενικά |
condutor de ponte ou pórtico rolante | χειριστής γερανογέφυρας |
Conselho de Administração da Fundação Europeia para a Melhoria das Condições de Vida e de Trabalho | Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας |
contrato a prazo | σύμβαση ορισμένου χρόνου |
Convenção sobre a Inspecção do Trabalho na Indústria e no Comércio | Σύμβαση "περί επιθεωρήσεως εργασίας εις την βιομηχανίαν και το εμπόριον" |
convite à apresentação de propostas | πρόσκληση υπoβoλής πρoτάσεωv |
cortador a arco elétrico-manual | κόπτης με ηλεκτρικό τόξο |
cozinheiro de 1ª | μάγειρος υπεύθυνος τμήματος |
código de boa conduta relativo à proteção da dignidade das mulheres e dos homens no trabalho | κώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον |
decisão que rejeitou a candidatura | απόφαση απόρριψης της αίτησης |
descarnador de peles à máquina | χειριστής μηχανής καθαρισμού δερμάτων |
desempregado a tempo parcial | εργαζόμενος με μερική απασχόληση |
desempregado involuntário à procura de emprego | ακουσίως άνεργος σε αναζήτηση εργασίας |
despesas relacionadas com a instalação dos empregados | δαπάνες εγκατάστασης προσωπικού |
despesas relacionadas com a mudança dos empregados | δαπάνες μετάταξης προσωπικού |
direito a uma remuneração equitativa | δικαίωμα για δίκαιη αμοιβή των εργαζομένων |
direito à carreira | εξέλιξη της σταδιοδρομίας |
dispositivo de segurança incorporado no corpo ou ao teiró da charrua | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σώμα |
dispositivo de segurança incorporado no corpo ou ao teiró da charrua | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη με το πλαίσιο των αρότρων |
diálogo social ligado a produtividade | κοινωνικός διάλογος που συνδέεται με την παραγωγικότητα |
encarregado de armazém ou entreposto | προïστάμενος αποθήκης |
enfornador de telha a tijolo-cerâmica | γεμιστής κλιβάνου κεραμουργίας |
equipamento de proteção destinado a intervenções rápidas | ΜΑΠ για ταχείες επεμβάσεις |
equipamento de proteção destinado à prevenção do afogamento | μέσα ατομικής προστασίας με σκοπό την πρόληψη πνιγμών |
equipamento de proteção sujeito a envelhecimento | ΜΑΠ που υφίστανται γήρανση |
equivalente a tempo integral | ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης |
Escolas a Tempo Inteiro | ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης |
esta comunicação determina a abertura de vaga no lugar | διά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενή |
estanquidade da armação à radiação | στεγανότητα του σκελετού στις ακτινοβολίες |
estar apto a retomar o trabalho | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |
estas medidas não prejudicam a aplicabilidade das disposições | τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων |
fato condicionado a líquido | υγρο-κλιματιζόμενη στολή |
ferramenta resistente à descarga elétrica | όργανο για προστασία από σπινθήρες |
fogueiro de caldeiras a vapor | θερμαστής ατμολεβήτων |
formação para a adaptação pessoal | εκπαίδευση για προσωπική προσαρμογή |
formação transnacional à gestão da inovação | κατάρτιση στον τομέα της διαχείρισης των καινοτομιών σε διακρατικό επίπεδο |
forno industrial alimentado a gás | βιομηχανικός κλίβανος θερμαινόμενος με αέριο |
fotogravador a água-forte | φωτοχαράκτης με νιτρικό οξύ |
gravador a água-forte | χαράκτης με νιτρικό οξύ |
grupo de trabalho para a promoção da comparticipação dos trabalhadores na empresa | σύνδεσμος εργασίας για την προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις |
idade que dá direito a uma pensão de reforma | συντάξιμη ηλικία |
instrução abrangendo a condução em estradas escorregadias | εκπαίδευση στην οδήγηση επί ολισθηρού οδοστρώματος |
interrupção ou cessação de funções | διακοπή ή παύση της εργασίας |
investigação sobre a profissão | επαγγελματικές έρευνες |
laminador de metais a frio-laminadora contínua | χειριστής ψυχρού ελάστρου |
laminador de metais a frio-laminadora reversível | χειριστής ψυχρού ελάστρου |
laminador de metais a quente | ελασματουργός θερμής ελάσεως |
laminador em caixa trio-laminador a frio | χειριστής ψυχρού ελάστρου τριών κυλίνδρων |
lei sobre a formação dos salários | νόμος περί διαμορφώσεως των μισθών |
limiar de resistência à tração | όριο αντοχής στην έλξη |
limpador a seco | χειριστής μηχανών στεγνοκαθαρίσματος |
limpador de peles à máquina | χειριστής μηχανής καθαρισμού δερμάτων |
lugar a prover | θέση που πρόκειται να πληρωθεί |
moldador à máquina-fundição de metais | χειριστής τυπωτικής πρέσσας |
motorista de automóveis ligeiros-passageiros ou mercadorias | οδηγός ιδιωτικού αυτοκινήτου |
o contrato pode ser celebrado por tempo determinado ou indeterminado | η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο |
o salário ou vencimento ordinário,de base ou mínimo,e quaisquer outras regalias | οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη |
o salário ou vencimento ordinário,de base ou mínimo,e quaisquer outras regalias | οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη |
o Tribunal de Justiça pode ordenar a perda dos direitos à pensão | το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως |
ocular resistente à abrasão | προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής |
oficial de convés de 4ª classe | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος |
oficial maquinista ajudante/oficial maquinista de 2ª classe | δεύτερος μηχανικός |
operador de caldeiras a vapor | θερμαστής ατμολεβήτων |
operador de laminadoras contínuas a quente | χειριστής τελικών ελάστρων |
operador de laminadoras reversíveis-a quente | χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος |
operador de máquinas de embalar-produtos líquidos ou sólidos | συσκευαστής με μηχανή |
operador de serra de corte a quente-laminagem | χειριστής πριονιού |
operador de tesoura de corte a quente-laminagem | χειριστής ψαλιδίου |
operador de tesoura-laminagem a frio | χειριστής γραμμής κοπής χαλυβδοφύλλων |
organização surgida à margem dos sindicatos | οργάνωση μη σχετική προς τον κλάδο |
os obstáculos à livre circulação de pessoas | τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων |
os trabalhadores no desemprego foram obrigados a mudar de domicílio | οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικία |
os trabalhadores que pretendem ter acesso a essa atividade | οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα |
partícula incandescente a alta velocidade | πυρακτωμένο σωματίδιο που κινείται με μεγάλη ταχύτητα |
passagem a disponibilidade | θέση σε διαθεσιμότητα |
pintor à pistola-madeira | χρωματιστής με ψεκαστήρα |
ponto de acesso à formação | ενημερωτικό κέντρο σχετικά με την κατάρτιση |
possibilitar a aquisição de experiência profissional | πρόσβαση στην εμπειρία εργασίας |
Programa de ação comunitária a médio prazo para a igualdade de oportunidades entre homens e mulheres | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
Programa destinado a melhorar a segurança, a higiene e a saúde no local de trabalho, nomeadamente nas pequenas e médias empresas | Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
programa para a criação de emprego | πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων απασχόλησης |
prémio a favor dos trabalhadores assalariados | πριμοδότητηση υπέρ των μισθωτών |
recomendação relativa aos salários, duração do trabalho a bordo e lotações | σύσταση ΔΟΕ για τις αποδοχές, τις ώρες εργασίας και την επάνδρωση θάλασσα |
redução das contribuições para a segurança social | μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης |
regime de auxílio relativo à contratação de jovens licenciados | ενίσχυση για την πρόσληψη νέων διπλωματούχων |
regime profissional a tempo inteiro | επαγγελματικό καθεστώς πλήρους απασχόλησης |
regresso a um trabalho qualificado | επιστροφή σε θέση ειδικευμένης απασχόλησης |
regulamentação relativa à assinatura diária | υποχρέωση των ανέργων να υπογράφουν καθημερινά |
requisito referente à função legal | απαιτήσεις του θεσμοθετημένου έργου |
resgate do direito a pensão | εξαγορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων |
resistência a um início de rasgão | αντοχή στην επέκταση του σχισίματος |
responder a ofertas de emprego efetivamente feitas | αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας |
salário ou montante fixo | κατ'αποκοπήν μισθός ή ποσό |
sapato que se desaperta ou se desata rapidamente | υποδήματα με σύστημα ταχείας απελευθέρωσης των κορδονιών ή των αγγραφών |
serralheiro mecânico-reparador de máquinas a vapor | συντηρητής ατμομηχανών |
sistema de ligação que permite a ligação a um dispositivo externo | σύστημα σύνδεσης με εξωτερική διάταξη |
sistema de ligação que pode ser ligado a um ponto de fixação | σύστημα πρόσδεσης με δυνατότητα σύνδεσης σε σημείο αγκύρωσης |
soldador a arco | ηλεκτροσυγκολλητής |
soldador a arco com máquina | χειριστής μηχανής ηλεκτροσυγκολλήσεων |
soldador a arco em atmosfera de gases inertes | συγκολλητής με αργό |
soldador a chumbo | συγκολλητής με το χέρι |
soldador a maçarico | συγκολλητής με αέριο |
soldador a metal ou solda forte | συγκολλητής με μπρούτζο |
solicitação ligada à utilização | καταπόνηση που οφείλεται στη χρήση |
subsídio à reconversão | επίδομα κατάρτισης για επαναπρόσληψη |
tempo básico para a consecução de uma tarefa | βασικός χρόνος |
tempo decorrido durante a observação | Συνολικός χρόνος |
trabalhador a tempo inteiro | εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης |
trabalhador a tempo parcial | ημιαπασχολούμενος εργαζόμενος |
trabalhador a tempo parcial | εργάτης μερικής απασχόλησης |
trabalhador a tempo parcial | εργαζόμενος μερικής απασχόλησης |
trabalhador de guarnecimentos a matérias plásticas | επενδυτής |
trabalhador não qualificado empregado nos aterros ou terraplenagens | οικοδόμος ανειδίκευτος |
trabalho a meio tempo | εργασία με ωράριο κατά το ήμισυ μειωμένο |
trabalho a tempo inteiro | εργασία πλήρους απασχόληση |
trabalho com exposição a radiação térmica | δραστηριότητα σε περιβάλλον με ακτινοβόλο θερμότητα |
trabalho à distância | εργασία σε απόσταση ασφάλειας |
trabalho à peça | εργασία με το κομμάτι |
um marteleiro fura cinco a dez pegas por turno | ενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση |
um trabalho pago à tarefa | εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν |
variação da atenuação com a frequência | μεταβολή της εξασθένησης με τη συχνότητα |
óculos impermeáveis a gás | ειδικά ερμητικά γυαλιά προστασίας |