Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Faroese
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Labor law
containing
To
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
a driller drills five
to
ten patterns per shift
ενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση
access
to
a first job experience
πρόσβαση στην εμπειρία εργασίας
access
to
a job
πρόσβαση σε εργασία
access
to
employment
πρόσβαση στην απασχόληση
access
to
vocational training
πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση
access
to
vocational training
πρόσβαση σε επαγγελματική κατάρτιση
accompaniment
to
the redundancies
συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
accompaniment
to
the social plan
συνοδευτικό μέτρο των κοινωνικών σχεδίων
acquiring the right
to
benefit
η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής
Action
to
assist the long-term unemployed
Δράση παροχής βοήθειας στους μακροχρόνια ανέργους
to
adapt wages
to
real inflation
προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού
adaptation
to
user morphology
προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη
age at which he is entitled
to
a retirement pension
συντάξιμη ηλικία
aid for transition
to
a new job
ενίσχυση για τη μετάβαση σε νέα θέση απασχόλησης
airtight fit
to
the face
στεγανή υποστήριξη των σημείων που εφάπτονται στο πρόσωπο
amount payable
to
single pensioners
σύνταξη που καταβάλλεται στους άγαμους συνταξιούχους
attachment system which can be connected
to
an anchorage point
σύστημα πρόσδεσης με δυνατότητα σύνδεσης σε σημείο αγκύρωσης
attachment
to
the labour market
διασύνδεση με την αγορά εργασίας
Authority Empowered
to
Conclude Contracts of Employment
Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης
to
be fit
to
resume work
ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία
be in gainful employment,
to
ασκώ κατ'επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα
to
be promoted
to
a higher position
προβιβάζομαι
to
be promoted
to
a higher position
καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση
call
to
make up the shortfall
διεκδικήσεις για την κάλυψη της διαφοράς
capacity
to
conclude collective agreements
ικανότητα για σύναψη συλλογικών συμβάσεων
close fit
to
face
στεγανότητα στο πρόσωπο
condition of access
to
employment
όρος για την εξεύρεση απασχόλησης
connect
to
earth
γειώνω
connection
to
the labour market
διασύνδεση με την αγορά εργασίας
contract
to
make up work
σύμβαση έργου "φασόν"
contribution
to
job creation
συμβολή στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης
damage
to
the malleoli
δράση πάνω στους αστραγάλους
decision
to
reject the candidature
απόφαση απόρριψης της αίτησης
deterioration of ability
to
understand words
επιδείνωση της δυνατότητας κατανόησης της ομιλίας
distribution of braking stress
to
parts of the body
κατανομή των προσπαθειών ανάσχεσης της πτώσης στα μέρη του σώματος
duty
to
bargain
υποχρέωση για διαπραγμάτευση
earmuff which can be fitted
to
industrial protective helmet
ωτοασπίδα που προσαρμόζεται στο προστατευτικο κράνος
entitled
to
reasonable career prospects
εξέλιξη της σταδιοδρομίας
equal treatment in relation
to
access to public service posts
ίση μεταχείριση στις δημόσιες θέσεις απασχόλησης
failure
to
comply with safety regulations
μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας
freedom
to
act
αυτονομία δράσης
freedom
to
take up and pursue activities as self-employed persons
πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες
helping all disadvantaged groups
to
find employment
εξασφαλίζω απασχόληση σε όλες τις μειονεκτούσες ομάδες
how
to
obtain financing
λεπτομέρειες χρηματοδότησης
imperviousness
to
radiation of frame
στεγανότητα του σκελετού στις ακτινοβολίες
individual adaptability
to
user
προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη
job-
to
-job transition
επαγγελματική μετάβαση
Joint programme
to
encourage the exchange of young workers within the Community
Κοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην Κοινότητα
leave of absence
to
seek new employment
ώρες απουσίας για την αναζήτηση νέας θέσης εργασίας
to
link pay
to
increases in productivity
σύνδεση των αμοιβών με την αύξηση της παραγωγικότητας
to
link wages
to
company performance
συνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησης
linking wages
to
productivity
σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα
maintenance of minimum services
to
public
εξασφάλιση ελαχίστων υπηρεσιών για τους πολίτες
manual handling of loads involving a risk of musculoskeletal injury
to
workers
χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους
minimum age
to
be taken on the regular staff
ελάχιστο όριο ηλικίας πρόσληψης
obstacles
to
freedom of movement for persons
τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
payment of tideover allowances
to
workers
καταβολή αποζημιώσεων που επιτρέπουν στους εργαζομένους
period of exposure
to
risk
χρόνος έκθεσης σε κίνδυνο
permit
to
work
άδεια προς εργασία
permit
to
work request
αίτηση προς άδεια εκτελέσεως εργασιών
post
to
be filled
θέση που πρόκειται να πληρωθεί
preventive approach
to
safety
προληπτική προσέγγιση της ασφάλειας
programme
to
improve safety, hygiene and health at work, in particular in small and medium-sized enterprises
Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
protection of workers from the risks related
to
noise
προστασία των μισθωτών από το θόρυβο
protective equipment designed
to
prevent drowning
μέσα ατομικής προστασίας με σκοπό την πρόληψη πνιγμών
protective equipment subject
to
ageing
ΜΑΠ που υφίστανται γήρανση
Protocol of 1990
to
the Convention concerning Night Work of Women Employed in Industry
Revised 1948
Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948
Protocol of 1990
to
the Night Work
Women
Convention
revised
, 1948
Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948
provision for the early retirement age
to
be raised by stages
συμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
reduction in salary due
to
age
περικοπή μισθού λόγω ηλικίας
resistance
to
climatic factors
αντίσταση στις κλιματολογικές προσβολές
resistance
to
fatigue of the sole
αντίσταση στην κόπωση της σόλας
resistance
to
industrial wear and tear
αντίσταση σε κακές συνθήκες βιομηχανικής χρήσης
resistance
to
shots
αντίσταση στις εκσφενδονίσεις
resistance
to
slipping of sole
αντίσταση της σόλας στο γλίστρημα
restriction on access
to
employment
περιορισμός σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση
retirement age differing according
to
sex
κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο
right of free entry
to
the employment markets
δικαίωμα ελεύθερης εισόδου στις αγορές εργασίας
right
to
a union office
δικαίωμα για γραφείο
right
to
be provided with appropriate work
δικαίωμα για απασχόληση
right
to
fair pay
δικαίωμα για δίκαιη αμοιβή των εργαζομένων
right
to
impose lock-outs
δικαίωμα για ανταπεργία
λοκ-άουτ
right
to
organise collectively
συνδικαλιστικό δικαίωμα
right
to
put up noticeboards
δικαίωμα ανάρτησης πινάκων ανακοινώσεων
selective programme
to
combat work accidents
επιλεκτικό πρόγραμμα καταπολέμησης των εργατικών ατυχημάτων
services
to
the unemployed
μεταργασιακή μέριμνα
shift
to
local agreements
συμφωνία σε τοπικό επίπεδο
social dialogue linked
to
productivity
κοινωνικός διάλογος που συνδέεται με την παραγωγικότητα
system permitting connection
to
an external device
σύστημα σύνδεσης με εξωτερική διάταξη
terminate a contract,
to
λύω τη σύμβαση
the Court of Justice may rule that the member concerned be deprived of his right
to
a pension
το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως
the general provision of this Treaty relating
to
the liberalisation of services
οι γενικές διατάξεις της παρούσης συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
the unemployed workers have been caused
to
change their home
οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικία
the workers who intend
to
take up such activities
οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα
threshold value at which physical injury can be expected
to
occur
όριο πέραν του οποίου επέρχονται σωματικές βλάβες
time off
to
look for new employment
άδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτό
travel-
to
-work area
περιοχή αγοράς εργασίας
travel-
to
-work-area
περιοχή αγοράς εργασίας
travel-
to
-work-area
περιοχή απασχόλησης εργασίας
unemployed person difficult
to
place
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας
vocational retraining for workers having
to
change their employment
επαγγελματική επανεκπαίδευση των εργαζομένων που αναγκάζονται να αλλάξουν απασχόληση
waistcoat or jacket
to
provide protection from machinery
γιλέκο ή ζακέτα προστασίας από τις μηχανικές προσβολές
waiting period before entitlement
to
promotion
προθεσμία προαγωγής
work-
to
-rule
απεργία ζήλου
Get short URL