Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
English
French
German
Greek
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Labor law
containing
Off
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
accident entailing time
off
work
ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
to
be
off
work
απέχω
blow-
off
valve
βαλβίδα εκφόρτωσης
check-
off
clause
ρήτρα παρακράτησης συνδικαλιστικών εισφορών
to
knock
off
διακόπτω την εργασία
to
lay
off
temporarily
προσωρινή θέση σε αργία
marker-
off
χαράκτης-σημειωτής σκαφών
marker-
off
χαράκτης-σημειωτής μεταλλικών κατασκευών
marker-
off
λεβητοποιός-σημειωτής
off
-farm employment
δραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης
to
pay
off
the crew
πληρώνω και θέτω σε αργία ένα πλήρωμα
to
pay
off
the crew
απολύω ένα πλήρωμα
to
sign
off
παραιτούμαι από το πλοίο
to
sign
off
εγκαταλείπω τη ναυτική υπηρεσία
to
stay
off
work
απουσιάζω
time
off
to look for new employment
άδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτό
time stood-
off
νεκρός χρόνος
time stood-
off
χαμένος χρόνος εργασίας
Get short URL