Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
English
French
Italian
Polish
Russian
Terms
for subject
Law
containing
χωρίς
|
all forms
Greek
French
άδεια δημοσίου υπαλλήλου
χωρίς
αποδοχές
congé sans traitement
άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας
χωρίς
άδεια εργασίας
exercice d'une activité professionnelle sans autorisation de travail
έξοδα που προκλήθηκαν
χωρίς
εύλογη αιτία
frais frustratoires
αλλοδαπός
χωρίς
έγγραφο ταυτότητας
étranger dépourvu de documents d'identité
αλλοδαπός
χωρίς
χαρτιά
étranger sans papiers
αλλοδαπός
χωρίς
χαρτιά
sans-papiers
απαλλαγή
χωρίς
έκπτωση των ζημιών
exonération sans déduction des pertes
απόλυση
χωρίς
προειδοποίηση
licenciement sans préavis
απόλυση
χωρίς
προειδοποίηση
licenciement immédiat
αρίθμηση κατ'αύξοντα αριθμό και
χωρίς
χάσματα
numérotation dans l'ordre croissant et sans interruption
ασφαλιστής ο οποίος
χωρίς
να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο
assureur qui n'ayant pas de domicile dans la Communauté y possède une succursale ou une agence
δίκαιο των εταιριών και άλλων ενώσεων με ή
χωρίς
νομική προσωπικότητα
le droit des sociétés, associations et personnes morales
διαθεσιμότητα
χωρίς
καταβολή μισθού
disponibilité sans traitement
εκ χαριστικής αιτίας;
χωρίς
αντιπαροχή
sans contrepartie
εκ χαριστικής αιτίας;
χωρίς
αντιπαροχή
à titre gratuit
εκ χαριστικής αιτίας;
χωρίς
αντιπαροχή
sans contre-prestation
εργασία
χωρίς
τα υλικά
travail à façon
ισότητα αμοιβής,
χωρίς
διακρίσεις φύλου
égalité de rémunération sans discrimination fondée sur le sexe
ισότητα των αμοιβών
χωρίς
διακρίσεις φύλου
égalité de rémunération sans discrimination fondée sur le sexe
κράτος μέλος
χωρίς
παρέκκλιση
Etat membre ne faisant pas l'objet d'une dérogation
μετοχή
χωρίς
ονομαστική αξία
part sociale
μετοχή
χωρίς
ονομαστική αξία
action de quotité
παράγωγο επίπεδο
χωρίς
επιπτώσεις
niveau dérivé sans effet
παράγωγο επίπεδο
χωρίς
επιπτώσεις
dose dérivée sans effet
παροχή υπηρεσιών
χωρίς
αντάλλαγμα
prestation de services à titre gratuit
πιστωτής
χωρίς
εξασφάλιση
créancier ordinaire
προμήθεια
χωρίς
προηγούμενη παραγγελία
fourniture non sollicitée
προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων
χωρίς
καταναγκασμό
atteinte sexuelle sans contrainte sur mineur
πρόσληψη αλλοδαπού
χωρίς
άδεια διαμονής για εργασία
recrutement d'un étranger sans autorisation de travail
σε περίπτωση αφίξεως στον τόπο προορισμού
χωρίς
ζημία του φορτίου
en cas d'arrivée de la cargaison à destination sans dommage
σωματείο
χωρίς
νομική προσωπικότητα
association sans personnalité morale
σωματείο
χωρίς
νομική προσωπικότητα
association de fait
σύστημα ευρεσιτεχνίας
χωρίς
εξέταση
système de brevet sans examen
σύστημα
χωρίς
φορολογικές εκπτώσεις
système d'impôt sans atténuation
υπάλληλος
χωρίς
τίτλο
agent non-titulaire
υπουργフς
χωρίς
χαρτοφυλάκιο
ministre sans portefeuille
χρήση του σήματος
χωρίς
σχετική άδεια
usage non autorisé de la marque
χρησιμοποίηση
χωρίς
εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος
usage sans juste motif de la marque demandée
χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση
sans retard injustifié
χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση
sans délai indu
χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση
sans délai injustifié
χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση
sans retard inutile
χωρίς
αδικαιολόγητη καθυστέρηση
sans délai excessif
χωρίς
διάκριση
sans discrimination
χωρίς
διάκριση ιθαγενείας
sans distinction de nationalité
χωρίς
διακρίσεις ιθαγενείας ή διαμονής
sans distinction de nationalité ou de résidence
χωρίς
δικαίωμα ψήφου
sans voix délibérative
χωρίς
εξάρτηση από εργοδότη
sans lien de subordination vis-à-vis d'un employeur
χωρίς
να διατηρούνται δικαιώματα
sans laisser subsister de droits
χωρίς
να επιδιώκεται κέρδος
sans poursuivre de but lucratif
χωρίς
να προδικάσει την ουσία
sans préjuger le fond
χώρα
χωρίς
σύμβαση
pays sans convention
ψηφοφορία
χωρίς
συνέλευση
vote sans réunion
ψηφοφορία
χωρίς
συνέλευση
vote par correspondance
Get short URL