DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing τμήμα | all forms
GreekGerman
ακυρωτικό τμήμαNichtigkeitsabteilung
ανάθεση υποθέσεως σε τμήμαdie Rechtssache einer Kammer zuweisen
αναθέτω στο τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή τη διεξαγωγή αποδείξεωνdie Kammer oder den Berichterstatter mit der Ausführung einer Beweisaufnahme beauftragen
ανεκχώρητο τμήμα του μισθούnichtabtretbarer Teil des Lohns
ανεκχώρητο τμήμα του μισθούnichtabtretbarer Teil des Einkommens
απόφαση περί αναθέσεως της υποθέσεως σε τμήμαEntscheidung über die Verweisung
αριθμός των τοποθετημένων στο τμήμα δικαστώνAnzahl der einer Kammer zugeteilten Richter
αυτοτελές τμήμα' δομοστοιχείο' δομικό στοιχείο' δομική ενότηταModul
εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμούArbeitnehmerschaft
εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμούArbeitnehmer
κατασχετό τμήμα του μισθούpfändbarer Teil des Lohns
κατασχετό τμήμα του μισθούpfändbarer Teil des Einkommens
κατασχετό τμήμα του μισθούpfändbarer Teil des Arbeitsentgelts
κατασχετό τμήμα του μισθούpfändbarer Teil des Arbeitseinkommens
μη κατασχετό τμήμα του μισθούunpfändbarer Teil des Einkommens
μη κατασχετό τμήμα του μισθούunpfändbarer Teil des Lohns
μη κατασχετό τμήμα του μισθούunpfändbarer Teil des Arbeitseinkommens
παραπέμπω την προσφυγή στο τμήμα προσφυγώνder Beschwerdekammer vorzulegen Beschwerde
παραπομπή της υποθέσεως στο τμήμα που έχει οριστείVerweisung der Rechtssache an die vorgesehene Kammer
παραπομπή της υποθέσεως στο τμήμα προσφυγώνÜberweisung des Falls an die Beschwerdekammer
πενταμελές τμήμαerweiterte Kammer
πενταμελές τμήμαgroße Kammer
σερβοβοσνιακό τμήμαserbisch-bosnischer Gebietsteil
τμήμα ακύρωσηςNichtigkeitsabteilung
τμήμα από μέλη των εθνικών κοινοβουλίωνKammer der nationalen Parlamente
τμήμα ασφαλιστικών μέτρωνZwischenstreit
τμήμα δεσμευόμενο από το σκεπτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγώνdurch die rechtliche Beurteilung der Beschwerdekammer gebundene Dienststelle
τμήμα διαχείρησης των σημάτων και νομικών θεμάτωνMarkenverwaltungs- und Rechtsabteilung
τμήμα διαχείρισης σχεδίων και υποδειγμάτων και νομικών υποθέσεωνMusterverwaltungs- und Rechtsabteilung
τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτωνMarkenverwaltungs- und Rechtsabteilung
τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτωνMarkenverwaltungs-und Rechtsabteilung
τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεσηmit der Rechtssache befasste Kammer
Τμήμα επίλυσης διαφορών θαλάσσιου βυθούKammer für Meeresbodenstreitigkeiten
Τμήμα ΕφέσεωνBerufungskammer
τμήμα μείζονος συνθέσεωςGrosse Kammer
τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασηDienststelle,die die angefochtene Entscheidung erlassen hat
Τμήμα ΠροδικασίαςVorverfahrenskammer
Τμήμα Πρώτου ΒαθμούHauptverfahrenskammer
τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί ή υπαχθεί η υπόθεσηfür die Rechtssache zuständige Kammer
τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η διεξαγωγή των αποδείξεωνKammer,die mit der Beweisaufnahme beauftragt ist
τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεσηmit der Hauptsache befasste Kammer
τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθείabtretbarer Teil des Lohns
τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθείabtretbarer Teil des Einkommens
τμήμα του προϋπολογισμούEinzelplan des Haushaltsplans
τριμελές τμήμαkleine Kammer