DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing τίτλος | all forms
GreekFrench
αποδεικτικός τίτλος της προσωπικής καταστάσεως ενός φυσικού προσώπουtitre probatoire de l'état acquis par une personne
εκτελεστός τίτλοςtitre exécutoire
επαγγελματικός τίτλοςdésignation professionnelle
επαγγελματικός τίτλοςdénomination professionnelle
επαγγελματικός τίτλος καταγωγήςtitre professionnel d'origine
Ευρωπαϊκός Εκτελεστός Τίτλοςtitre exécutoire européen
ιδρυτικός τίτλοςpart de fondateur
νομιμοποιητικός τίτλοςtitre de légitimation
οριστικός τίτλος διαμονήςtitre de séjour
τίτλος γενεσιουργός ενός δικαιώματοςtitre
τίτλος διαμονήςtitre de séjour
τίτλος διαμονήςpermis de séjour
τίτλος διαμονήςcarte de séjour
τίτλος που απορρέει από υποχρέωση διατροφήςtitre alimentaire
τίτλος που ελήφθη έναντι της εισφοράςtitre reçu en rémunération de l'apport
τίτλος υπό μορφή λογιστικής εγγραφήςtitre en compte courant