DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing στοιχείο | all forms
GreekGerman
άυλο πάγιο στοιχείοimmaterielle Aktiva
άυλο πάγιο στοιχείοimmaterielle Werte
άυλο πάγιο στοιχείοImmaterielle Anlagewerte
αντικειμενικό νομικό στοιχείοrechtlicher Umstand
αποδεικτικό στοιχείοBeweismaterial
αποδεικτικό στοιχείοNachweis
αποδεικτικό στοιχείοBeweismittel
αυτοτελές τμήμα' δομοστοιχείο' δομικό στοιχείο' δομική ενότηταModul
ενσώματο πάγιο στοιχείοSachanlage
ενσώματο πάγιο στοιχείο του ενεργητικούSachanlage
ικανό στοιχείοtuechtige Kraft
ικανό στοιχείοfaehige Kraft
κατασκευαστικό στοιχείο, στοιχείο κατασκευήςBauteil
μακροσκελές στοιχείο και έγγραφοumfangreiche Urkunde
νομικό και πραγματικό στοιχείοrechtliche oder tatsächliche Gründ
νομικό στοιχείοrechtlicher Grund
νομικό στοιχείοrechtliche Beurteilung
νομικό στοιχείοRechtsfrage
ονομαστικό στοιχείοpersonenbezogene Daten
παραχορητικό στοιχείοZuschusselement
περιουσιακό στοιχείο σε συνάλλαγμαDevise
πραγματικό ζήτημα' πραγματικό στοιχείοtatsächlicher Grund
προσκομιζόμενο στοιχείοAnlage zu den Schriftsätzen
στοιχείο ανασφάλειαςUnsicherheitsfaktor
στοιχείο που έχει σχέση με την υπόθεσηBeweisstück im Zusammenhang mit der Rechtssache
στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη νομικού προσώπουNachweis der Rechtspersönlichkeit
στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπουNachweis der Rechtspersönlichkeit einer juristischen Person
στοιχείο πραγμάτωσηςdie einen Tatbestand erfuellt
στοιχείο πραγμάτωσηςTatbestandsmerkmal
στοιχείο πραγμάτωσηςHandlung
στοιχείο προς στήριξη της αιτήσεωςUnterlage,auf die der Antrag gestützt ist
στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίαςTeilarbeitsvorgang
στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίαςArbeitsvorgang
στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίαςArbeitselement
συνδετικό στοιχείοAnknüpfungspunkt
συνημμένο στοιχείο και έγγραφοAnlage
συστατικό στοιχείο μιας συμβάσεωςwesentlicher Bestandteil
συστατικό στοιχείο μιας συμβάσεωςintegrierender Bestandteil
φορολογικό στοιχείοSteuerbeleg
φορολογικό στοιχείοSteuerunterschied