DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing σημείο | all forms
GreekEnglish
ένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμέναa point of fact has been wrongly decided
διακριτικό σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασηςsign capable of being represented graphically
διακριτικό σημείο που δύναται να συνιστά κοινοτικό σήμαsign of which a Community trade mark may consist
διακριτικό σημείο χρησιμοποιούμενο στις συναλλαγέςsign used in the course of trade
μεμονωμένο σημείο των αιτημάτωνspecific head of claim
οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείοthe time within which an action must be brought shall run only from the date of this publication
ορατό σημείο στραγγαλισμούstrangulation mark
προγενέστερο διακριτικό σημείοearlier sign
προσφορά υπηρεσιών υπό το διακριτικό αυτό σημείοoffering services under that sign
σημείο ΑA point
σημείο ΒB point
σημείο ελέγχουcontrol post
σημείο σύναψηςpoint of attachment
σημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράςpoint at issue