DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing πρότυπο | all forms
GreekGerman
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για πρότυπο διακοσμητικής φύσεωςUrheberrecht über ein Geschmacksmuster
εγκεκριμένο πρότυποzugelassene Bauart
ευρωπαϊκό πρότυπο συμφωνητικό EDIEuropäische EDI-Mustervereinbarung
κοινό πρότυποgemeinsame Norm
ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντοςUmweltqualitätsnorm
πρότυπο ανθρωπίνων δικαιωμάτωνMenschenrechtsstandard
πρότυπο ανθρωπίνων δικαιωμάτωνMenschenrechtsnorm
πρότυπο ασφαλιστήριοRahmenpolice
πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμώνStandard für den automatischen Informationsaustausch
πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμώνgemeinsamer Meldestandard
πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμώνStandard für den automatischen Informationsaustausch über Finanzkonten
πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμώνMelde- und Sorgfaltsstandard für Informationen über Finanzkonten
πρότυπο για το εθνικό δίκτυοnationales Recht,das das Übereinkommen als Muster nimmt
πρότυπο διασφάλισηςModul der Sicherungssoftware
πρότυπο οικιακού εξοπλισμούAusstattungsnorm
πρότυπο πλωιμότηταςFlugtüchtigkeitsnorm
πρότυπο σχέδιο εγκατάστασηςMustereinrichtungspläne
πρότυπο σύμβασηςVertragsmuster