DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing μονάδα | all forms
GreekEnglish
αυτοδιαχειριζόμενη αγροτοβιομηχανική μονάδαself-run agro-industrial unit
εθνική μονάδα πληροφοριών αρμόδια για θέματα εγκληματικότηταςnational criminal intelligence unit
εξακρίβωση ανά μονάδαunit verification
εξακρίβωση ΕΚ ανά μονάδαEC verification by unit
εργασία αμοιβόμενη κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντοςpiecework
ευρωπαïκή εκλογική μονάδαEuropean Electoral Unit
Μονάδα Δημοσιονομικής διαχείρισηςBudget Management Unit
Μονάδα Ναρκωτικών EuropolEuropol Drugs Unit
Μονάδα ναρκωτικών της ΕυρωπόλEuropol Drugs Unit
Μονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτηςUnit on Coordination of Fraud Prevention
Μονάδα Σχεδιασμού Πολιτικής και Έγκαιρης Προειδοποίησηςpolicy planning and early warning unit
μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής ΔράσηςEuropean External Action Service desk
μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσηςdesk
μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής ΔράσηςEEAS desk
Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής ΣυνεργασίαςProvisional Judicial Cooperation Unit
Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής ΣυνεργασίαςPro Eurojust
χωριστή τεχνική μονάδαseparate technical unit