DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing μείωση του | all forms | in specified order only
GreekEnglish
αυτεπάγγελτη μείωση του ζητούμενου ποσούreduction by the Registrar of his own motion of the amount applied for
μείωση της προοδευτικής ανόδου του φόρουlimiting the progressiveness of the tax
μείωση του εταιρικού κεφαλαίουreduction of the company's capital
μείωση του χρόνου εργασίαςreduction of working hours
μείωση του χρόνου εργασίαςshorter working week
μείωση του χρόνου εργασίαςshorter hours
μείωση του χρόνου εργασίαςreduction in working time
μείωση του χρόνου εργασίαςdecrease in working time
προοδευτική μείωση του φόρουgraduated tax relief
προοδευτική μείωση του φόρουdegressive tax relief