DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing ευχέρεια | all forms
GreekEnglish
γνώσεις ανακοινούμενες με την ευχέρεια ελευθέρας διαθέσεωςinformation communicated with authority to make free use of it
διακριτική ευχέρειαdiscretion
διακριτική ευχέρειαdiscretionary authority
διακριτική ευχέρειαdiscretionary power
διακριτική ευχέρειαdiscretion to assess
διακριτική ευχέρειαoption
διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίουjudicial discretion
εξαίρεση κατά διακριτική ευχέρειαdiscretionary exemption
ευχέρεια "Ways and Means" έναντι της Τράπεζας της Αγγλίας"ways and means facility" with the Bank of England
ευχέρεια επιλογής της γλώσσας διαδικασίαςchoice of the language
ευχέρεια καταγγελίαςright of denunciation