DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing ενέργεια | all forms
GreekEnglish
έκνομη ενέργειαunlawful interference
ανταγωνιστική τακτική' ανταγωνιστική ενέργειαcompetitive conduct
ανταγωνιστική τακτική' ανταγωνιστική ενέργειαcompetitive action
αριθμός οχημάτων εν ενεργείαactive fleet
βομβιστική ενέργειαbombing
διεξαγωγή αποδείξεων ή άλλη προπαρασκευαστική ενέργειαpreparatory inquiry of any other preparatory step
εγκληματική ενέργειαcriminal activity
εγκληματική ενέργειαviolent crime
εν ενεργεία φάκελοςcurrent file
ενέργεια εκφοβισμούact of intimidation
ενέργεια που γίνεται για πειραματικούς σκοπούςact done for experimental purposes
ιδιωτική ενέργειαact done privately
λανθασμένη ενέργειαwrongful act
μή νόμιμη ενέργειαan improper action
προληπτική ενέργειαapplication for a preventive injunction
προπαγανδιστική ενέργειαact of propaganda
προπαρασκευαστική ενέργειαpreparatory inquiry
τρομοκρατική ενέργειαact of terrorism
τρομοκρατική ενέργειαterrorist action