Greek | English |
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. | When Member States adopt those measures, they shall contain a reference to this Directive or shall be accompanied by such reference on the occasion of their official publication. The methods of making such a reference shall be laid down by the Member States. |
αξία εν λειτουργία | going concern value |
αποφάσεις του Πρωτοδικείου που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία | decisions disposing of the substantive issues in part only |
αποφασίζω εν ολομελεία | decide in plenary session |
αριθμός οχημάτων εν ενεργεία | active fleet |
γονέας εν διαστάσει | separated family |
Δήλωση προθέσεως εν όψει της συνδέσεως με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα του Βασιλείου της Λιβύης | Declaration of intent on the association of the Kingdom of Libya with the European Economic Community |
Δήλωση προθέσεως εν όψει της συνδέσεως με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα του Σουρινάμ και των Ολλανδικών Αντιλλών | Declaration of intent on the association of Surinam and the Netherlands Antilles with the European Economic Community |
Δήλωση προθέσεως εν όψει της συνδέσεως με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα των ανεξαρτήτων χωρών που ανήκουν στη ζώνη φράγκου | Declaration of intent on the association of the independent countries of the franc area with the European Economic Community |
διαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα | eventual framing of a common defence policy, which might in time lead to a common defence |
εμφανίζομαι ενώπιον του Δικαστηρίου εν συμβουλίω για να υποβάλω παρατηρήσεις | to make representations to the Court |
εν ενεργεία φάκελος | current file |
εν μέρει | in part (pro parte) |
εν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος | party which has been unsuccessful, in whole or in part, in its submissions |
η όλη οικονομία' η συνολική διάρθρωση' η εν γένει δομή | general structure |
κράτηση εν αναμονή της απομάκρυνσης | detention pending removal |
νόμος περί διασφαλίσεως του εισοδήματος ηλικιωμένων και εν μέρει ανίκανων προς εργασία ανέργων | Law on income for older and partially incapacited unemployed persons |
οι διασκέψεις του Δικαστηρίου γίνονται εν συμβουλίω | the Court shall deliberate in closed session |
οι διασκέψεις του Πρωτοδικείου γίνονται εν συμβουλίω | the Court shall deliberate in closed session |
οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα | the penalties must be effective, proportionate and dissuasive |
παρέχουν εν γνώσει τους ψευδείς πληροφορίες | to furnish knowingly false information |
Συμφωνία συναφθείσα από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σέγκεν | Agreement concluded by the Council of the European Union and the Republic of Iceland and the Kingdom of Norway concerning the latters' association with the implementation, application and development of the Schengen acquis |
συνεδριάζω εν ολομελεία | sit in plenary session |
σωματείο εν τοις πράγμασι | unincorporated association |
σωματείο εν τοις πράγμασι | unincorporated society |
σωματείο εν τοις πράγμασι | de facto association |
Σύμβαση περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων εν θαλάσση | Convention on the International Regulations for Preventing Collisions at Sea |
το Δικαστήριο συνεδριάζει εν ολομελεία | the Court of Justice shall sit in plenary session |
το Πρωτοδικείο συνεδριάζει εν ολομελεία | Court of First Instance sitting in plenary session |