DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing δικαστής | all forms
GreekSpanish
ανακριτής δικαστήςjuez de instrucción criminal
ανακριτής δικαστήςjuez de instrucción
διαιτητικός δικαστήςjuez árbitro
διαιτητικός δικαστήςárbitro
διαιτητικός δικαστήςjuez arbitral
δικαστής ανηλίκωνjuez del tribunal de menores
δικαστής ανηλίκωνjuez de menores
δικαστής απαλλασσόμενος από τα καθήκοντά τουjuez relevado de sus funciones
δικαστής εμπορικού δικαστηρίουjuez
δικαστής εμποροδικείουjuez
δικαστής επαφήςmagistrado de contacto
δικαστής μονομελούς πρωτοδικείουjuez de segunda instancia
δικαστής μονομελούς πρωτοδικείουjuez de primera instancia
δικαστής ουσίαςjuez de hecho
δικαστής πολυμελούς πρωτοδικείουjuez de última instancia
δικαστής που συμμετέχει στη διάσκεψηjuez presente en las deliberaciones
δικαστής σύνδεσηςmagistrado de enlace
εισηγητής δικαστήςjuez ponente
εξ επαγγέλματος δικαστήςjuez profesional
επαγγελματικός δικαστήςjuez de lo Social
ο δικαστής δύναται να δικαστεί μόνο από την αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστέςel juez sólo podrá ser juzgado por el órgano competente para juzgar...
ο δικαστής που προηγείται αμέσως του εισηγητή δικαστή κατά τη σειρά αρχαιότητοςjuez que preceda inmediatamente en rango al Juez Ponente
ο νεότερος δικαστήςjuez de menor antigüedad