DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing απασχόληση | all forms
GreekEnglish
απασχόληση ως άμισθος οικογενειακός βοηθόςau pair placement
απασχόληση ως εσωτερικός άμισθος βοηθόςau pair placement
εθελούσια μερική απασχόλησηvoluntary part-time work
εργαζόμενος του οποίου η απασχόληση αναστέλλεται προσωρινάtemporarily laid off worker
μερική απασχόλησηpart time employment
μερική απασχόλησηpart-time employment
μερική απασχόλησηpart-time job
μισθωτή απασχόλησηactivity as an employed person
παράνομη απασχόλησηillegal employment
πλήρης απασχόλησηfull-time employment
πολλαπλή απασχόλησηmultiple job holding
πολλαπλή απασχόλησηdual job holding
Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για τήν απασχόλησηSupport programme for employment creation