DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing ακύρωση | all forms
GreekSpanish
αγωγή με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση διαιτητικής αποφάσεωςacción encaminada a anular un laudo arbitral
ακύρωση απόφασηςrevocación de una resolución
ακύρωση απόφασης ή Διάταξηςanular una sentencia o un auto
ακύρωση μιας οδηγίαςanulación de una Directiva
ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής Διαιτησίαςanulación de la decisión del Comité de Arbitraje
ακύρωση της θεώρησηςanulación de visado
ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασηςanular la resolución impugnada
ακύρωση της συμμετοχήςanulación de su participación
ακύρωση των διαπραγματεύσεωνnulidad del negocio
προσφυγή με σκοπό την ακύρωση του προϋπολογισμούrecurso para anular el presupuesto