DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing ένα | all forms
GreekEnglish
έγκριση τύπου σε ένα στάδιοsingle-step type-approval
ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγοράsystem ensuring that competition in the internal market is not distorted
ένα Kράτος που δεν έχει καταθέσει τα έγγραφά του κυρώσεως και προσχωρήσεωςa State which has not deposited its instruments of ratification and accession
ένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμέναa point of fact has been wrongly decided
ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει ατομικότηταdesign considered to have an individual character
ένας από τους διαδίκους στερείται ένα βαθμό δικαιοδοσίαςone of the parties is deprived of a step in the hierarchy of the courts
αναφέρονται ρητώς σε ένα Kράτοςto refer expressly to a State
απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή ΚοινότηταRadio Spectrum Decision
απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή ΚοινότηταDecision on a regulatory framework for radio spectrum policy in the European Community
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα προϊόνproduct patent
διεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλοςregistered under international arrangements having effect in a Member state
δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλονright to a wholesome environment
διορίζω αντίκλητο σ'ένα κράτοςto indicate an address for service in a State
εισπράττω προς όφελός μου ένα τέλοςto collect, for its own benefit, a fee
εξετάζω αυτεπαγγέλτως ένα νομικό ισχυρισμόto raise of its own motion a plea in law
κάθε κυβέρνηση αποστέλλει ως εκπρόσωπό της ένα από τα μέλη τηςeach Government shall delegate one of its members
μορφές εγκληματικότητας που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της Ένωσηςforms of crime which affect a common interest covered by a Union policy
παρουσιάζω ένα αναδρομικό αποτέλεσμαto give a retroactive effect
πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότηταachieve a stage in attaining freedom of establishment as regards a particular activity
προσφυγή που κατατίθεται από ένα μόνιμο υπάλληλο ή από μέλος του λοιπού προσωπικού ενός οργάνουproceedings commenced by an official or other servant of an institution