DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing unit | all forms | exact matches only
EnglishGreek
administrative unitτοπική αυτοδιοίκηση
Budget Management UnitΜονάδα Δημοσιονομικής διαχείρισης
central accounting unitενιαίο κέντρο λογιστικής
Central Anti-Drug Coordinating UnitΣυντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών
closing down of local unitκλείσιμο τοπικής επιχείρησης
Declaration on the establishment of a policy planning and early warning unitΔήλωση αριθ. 6 για την Ίδρυση Μονάδας Σχεδιασμού Πολιτικής και Έγκαιρης Προειδοποίησης
EC verification by unitεξακρίβωση ΕΚ ανά μονάδα
European Electoral Unitευρωπαïκή εκλογική μονάδα
Europol Drugs UnitΜονάδα Ναρκωτικών Europol
Europol Drugs UnitΜονάδα ναρκωτικών της Ευρωπόλ
Europol shall liaise with a single national unitη Ευρωπόλ θα ευρίσκεται σε στενή επαφή με έναν και μοναδικό εθνικό φορέα
forestry unitδασική ένωση
legal/linguistic experts unitυπηρεσία γλωσσομαθών νομικών
national criminal intelligence unitεθνική μονάδα πληροφοριών αρμόδια για θέματα εγκληματικότητας
pastural unitποιμενική ένωση
policy planning and early warning unitΜονάδα Σχεδιασμού Πολιτικής και Έγκαιρης Προειδοποίησης
Provisional Judicial Cooperation UnitΠροσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας
regional and local administrative unitsοργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
regional and local administrative unitsοργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης
self-run agro-industrial unitαυτοδιαχειριζόμενη αγροτοβιομηχανική μονάδα
separate technical unitχωριστή τεχνική μονάδα
territorial unitτοπική αυτοδιοίκηση
unit for the coordination of fraud preventionομάδα συντονισμού για την καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης
unit-linked life insuranceασφάλεια μεταβλητού κεφαλαίου
Unit on Coordination of Fraud PreventionΜονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης
unit-price contractσύμβαση βάσει τιμών μονάδας
unit verificationεξακρίβωση ανά μονάδα