DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing special | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Act on special benefits for older unemployed personsνόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα
Act on special benefits for older unemployed personsνόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους
acting in accordance with a special legislative procedureαποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία
acting unanimously in accordance with a special legislative procedureαποφασίζοντας ομόφωνα σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία
dispute submitted under a special agreement between the partiesδιαφορά υποβαλλόμενη δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας
in cases of special urgencyσε εκτάκτως επείγουσες περιπτώσεις
Law on General Insurance against Special Medical Expensesγενικός νόμος περί εκτάκτων εξόδων ασθενείας
Law on General Insurance against Special Medical Expensesγενικός νόμος περί έκτακτων εξόδων ασθένειας
order in chambers in matters of special urgencyαποφάσια κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας
Police special groupειδική ομάδα αστυνομίας
requirement of a special professional qualificationύπαρξη ειδικών επαγγελματικών προσόντων
special arbitral tribunalειδικό διαιτητικό δικαστήριο
special authorisationεξαίρεση
special circumstancesιδιαίτερες περιστάσεις
Special Commission on General Affairs and Policy of the Hague Conference: Commission I on General Affairs and Policy of the Hague ConferenceΕιδική Επιτροπή για τις γενικές υποθέσεις και την πολιτική της Διάσκεψης της Χάγης: Επιτροπή Ι της Διάσκεψης της Χάγης για τις γενικές υποθέσεις και την πολιτική
special committee appointed by the Councilειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο
special criminal lawειδικό ποινικό δίκαιο
special decision of the Court of First Instanceειδική απόφαση του Πρωτοδικείου
special exemptions linked to international goods trafficειδικές απαλλαγές αναγόμενες στη διεθνή διακίνηση αγαθών
Special Highest CourtΑνώτατο Ειδικό Δικαστήριο
Special Highest Court of GreeceΑνώτατο Ειδικό Δικαστήριο
Special Import Measures Actειδικό μέτρο εισαγωγών
special majorityειδική πλειοψηφία
special markειδικό σήμα
special meaningειδικό νόημα
special means of redressιδιαίτερα ένδικα μέσα
special negotiating bodyειδική διαπραγματευτική ομάδα
special or exclusive rightsειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα
special order for recovery of debt by attachmentεπιταγή κατασχέσεως εις χείρας τρίτου
special personal leaveάδεια για προσωπικούς λόγους
special preferential claimsειδικά προνόμια
special pro rata figureειδική αναλογία
special procedure under Articles 103 to 105 of the Euratom Treatyειδική διαδικασία των άρθρων 103 μέχρι 105 της Συνθήκης ΕΚΑΕ
special provisionειδική διάταξη
special-purpose fundκεφάλαιο με ειδικούς σκοπούς
special reasonειδικός λόγος
special reportειδική έκθεση
special rightsειδικά δικαιώματα
special rights of preferenceειδικά προνόμια
special rulesκαθεστώς παρεκκλίσεως
special schemeειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως
special schemeειδικό ασφαλιστικό καθεστώς
special scheme for self-employed personsειδικό σύστημα για μη μισθωτούς
special scheme for travel agentsειδικό καθεστώς των πρακτορείων ταξιδίων
special scheme for travel agentsειδικό καθεστώς πρακτορείων ταξιδιών
special security regimeειδικό καθεστώς ασφάλειας
special sessionέκτακτη συνεδρίαση
special signειδικό σήμα
Special Support Actνόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους
Special Support Actνόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα
special tax on luxury goodsειδική εισφορά ειδών πολυτελείας
special voteειδική ψηφοφορία
special warranty deedπράξη ειδικής εγγυοδοσίας
the dispute is submitted to the Court of Justice under a special agreement between the partiesη διαφορά αυτή υποβάλλεται στο Δικαστήριο δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας