DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing point | all forms | exact matches only
EnglishGreek
A pointσημείο Α
a point of fact has been wrongly decidedένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμένα
appeal on a point of lawπροσφυγή επί νομικού ζητήματος
appeal on points of lawαναίρεση
B pointσημείο Β
Convention on the Unification of Certain Points of Substantive Law of Patents for InventionΣύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων στοιχείων του Δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
decision of the Court of Justice on points of lawνομικό ζήτημα που επιλύεται με απόφαση του Δικαστηρίου
European network of national contact points for restorative justiceΕυρωπαϊκό Δίκτυο εθνικών σημείων επαφής για την αποκαταστατική δικαιοσύνη
geographical co-ordinate of pointsγεωγραφικές συντεταγμένες σημείων
judicial contact pointδικαστικός σύνδεσμος
key audit pointsσημεία-κλειδιά του ελέγχου
land crossing-pointχερσαίος συνοριακός σταθμός
point at issueσημείο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς
point of attachmentσημείο σύναψης
point of lawνομικό στοιχείο
point of lawνομική κρίση
point of lawνομικό ζήτημα
point of lawνομικό θέμα
point of lawζήτημα ερμηνείας δικαίου
point-of-sale equipmentδιαμόρφωση του σημείου διάθεσης
point-of-sale installationδιαμόρφωση του σημείου διάθεσης
put forward its point of viewυποστηρίζω την άποψή μου
right of appeal on points of law onlyαναίρεση περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα
selling pointsσημεία διάθεσης
starting point for determining priorityαφετηρία για την προθεσμία προτεραιότητας
subject to a right of appeal to the Court of Justice on points of law onlyυπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα