DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Law containing pasivo | all forms | exact matches only
SpanishGreek
contabilidad personal del sujeto pasivoατομικός λογαριασμός του υποκείμενου στο φόρο
derecho al voto activo y pasivoδικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι
derecho de sufragio pasivoιδιότητα του εκλογίμου
derecho de sufragio pasivoδικαίωμα του εκλέγεσθαι
derecho de sufragio pasivo de los extranjerosδικαίωμα του εκλέγεσθαι των αλλοδαπών
derecho de voto pasivoδικαίωμα του εκλέγεσθαι
derecho pasivo de prestación de serviciosπαθητικό δικαίωμα παροχής υπηρεσιών
escucha informática pasivaπαθητική λαθροσύνδεση
legitimación pasivaπαθητική νομιμοποίηση
no considerados como sujetos pasivosμή υπαγωγή στο φόρο
participación minoritaria totalmente pasivaκαθαρά παθητική μειοψηφική συμμετοχή
pasivo del aportadorπαθητικό που αναλογεί στον εισφέροντα
principio de personalidad pasivaαρχή της δωσιδικίας του παθόντος
ser sujeto pasivo totalυπόκειμαι πλήρως στο φόρο
sujeto pasivo exentoαπαλασσόμενος υποκείμενος στο φόρο
sujeto pasivo ocasionalο επ'ευκαιρία υποκείμενος στο φόρο
transformación de pasivo en capitalμετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο
ventas pasivasπαθητικές πωλήσεις