DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing over | all forms | exact matches only
EnglishGreek
application for repayment of an over chargeεπιστροφή παρακρατηθέντων χρημάτων
carry-over of provisionsμεταφορά των διαθέσιμων
claim for handing overαγωγή αποκαταστάσεως
democratic change-overδημοκρατική εναλλαγή
disciplinary authority over the officialsπειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων
economic control over franchiseeοικονομική εξουσία του δικαιοπαρόχου στο δίκτυο
handing-over arrangementsκαθεστώς παράδοσης
husband's authority over wifeσυζυγική εξουσία
husband's authority over wifeεξουσία του άνδρα συζύγου
jurisdiction over infringement and validityαρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης και εγκυρότητας
jurisdiction over infringement and validityαρμοδιότητα σε θέματα απομίμησης και εγκυρότητας
labor turn-overεναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
labor turn-overκύκλος κινήσεως εργαζομένων
labour turn-overεναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
labour turn-overκύκλος κινήσεως εργαζομένων
over-protection to the public's disadvantageυπερπροστασία εις βάρος του κοινού
to retain jurisdiction over the matterδιατηρώ δικαιοδοσία επί του θέματος
spill-over effectsδευτερογενείς συνέπειες
take-over offerδημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχών
the application of the provisions of this Agreement shall prevail over provisions in existing bilateral or multilateral agreementsοι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας υπερισχύουν των διατάξεων των υφιστάμενων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών
the courts of the country concerned shall have jurisdiction overη αρμοδιότης των εθνικών δικαστηρίων
the courts of the country concerned shall have jurisdiction over complaints that enforcement is being carried out in an irregular mannerο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων
the handing over of the applicant for asylum to the Member State which has to...παράδοση των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης
total deficit that can be carried overμεταφερόμενο γενικό παθητικό
turn-overεναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
turn-overκύκλος κινήσεως εργαζομένων
winning over the chainκατάκτηση της εμπιστοσύνης των δικαιοδόχων
winning over the franchiseesκατάκτηση της εμπιστοσύνης των δικαιοδόχων