DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Law containing ont | all forms | exact matches only
FrenchGreek
acte ayant la même forceπράξη έχουσα την αυτή ισχύ' πράξη ανάλογης ισχύος
associé ayant qualité pour représenter la sociétéεταίρος με εξουσία αντιπροσώπευσης της εταιρείας
assureur qui n'ayant pas de domicile dans la Communauté y possède une succursale ou une agenceασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο
autorisation de séjour de type A "Aufenthaltserlaubnis"άδεια διαμονής
avoir commis un détournement de pouvoirδιέπραξα κατάχρηση εξουσίας
avoir de changeπεριουσιακό στοιχείο σε συνάλλαγμα
avoir droit de vote et d'éligibilité aux élections municipalesέχω δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές
avoir force de chose jugéeυφίσταται τελεσιδικία
avoir force probante en justiceδιαθέτω αποδεικτική ισχύ ενώπιον της δικαιοσύνης
avoir force probante en justiceέχω αποδεικτική δύναμη ενώπιον του δικαστηρίου
avoir l'autorité de la chose jugéeέχω ισχύ δεδικασμένου
avoir qualité pourδικαιούμαι να
avoir quelque chose dans ses attributionsείμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες
avoir son domicile professionnel dans la Communautéέχω την επαγγελματική μου κατοικία στην Κοινότητα
avoir un effet rétroactif sans limite dans le tempsέχω απεριόριστη αναδρομική ισχύ
avoir une compétence de pleine juridiction pour statuer sur les litigesέχω πλήρη δικαιοδοσία να αποφαίνομαι επί των διαφορών
ayant causeνόμιμος διάδοχος
ayant droitδικαιούχος μιας κοινωνικής παροχής
ayant droitέλκων δικαιώματα από άλλον
ayant droitνόμιμος διάδοχος
ayant obtenu la force de la chose jugéeτελεσίδικη απόφαση
ayant pris connaissance deαφού έλαβε γνώση του/της..
catégorie Aκατηγορία Α
code de conduite des entreprises communautaires ayant des filiales en Afrique du Sudκώδικας συμπεριφοράς των κοινοτικών επιχειρήσεων που έχουν θυγατρικές στη Νότια Αφρική
convention pour la prévention et la répression des actes de terrorisme prenant la forme de crimes contre des personnes ou d'actes d'extorsion connexes qui ont une portée internationaleΣύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή των τρομοκρατικών πράξεων που λαμβάνουν μορφή εγκλημάτων κατά των προσώπων ή συναφών πράξεων εκβίασης
coups et blessures volontaires ayant entraîné la mort sans intention de la donnerθανατηφόρα σωματική βλάβη
dies a quoημέρα έναρξης μίας προθεσμίας
directive ayant effet directοδηγία που έχει άμεσο αποτέλεσμα
décision ayant acquis l'autorité de la chose jugéeαπόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου
désistement de l'ayant droitπαραίτηση του δικαιούχου
enregistrement international ayant effet dans un Etat membreδιεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλος
formulaire A/Bέντυπο Α/Β
instance qui a pris la décision attaquéeτμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση
juge du lieu où l'obligation est née,a été ou doit être exécutéeδικαστήριο του τόπου συστάσεως ή εκτελέσεως της ενοχής
jugement ayant autorité de chose jugéeαπόφαση με ισχύ δεδικασμένου
jugement ayant force de chose jugéeαπόφαση με ισχύ δεδικασμένου
la Communauté a la personnalité juridiqueη Kοινότης έχει νομική προσωπικότητα
la Haute Autorité a compétence exclusiveη Aνωτάτη Aρχή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα
l'approbation a été refusée ou révoquéeη έγκριση δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη
l'arrêt a force obligatoireη απόφαση αποκτά ισχύ
le recours a un effet suspensifη προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
le recours formé devant la Cour de Justice n'a pas d'effet suspensifη προσφυγή στο Δικαστήριο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
les arrêts de la Cour de justice ont force exécutoireοι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι εκτελεστές
les autorités compétentes prêtent leur assistance a la Commissionοι αρμόδιες αρχές παρέχουν τη συνδρομή τους στην Eπιτροπή
les décisions définitives ont force de chose jugéeοι οριστικές αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου
leur mandat a une durée de quatre ansη θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί
lieu où a été commis le fait générateur du dommageτόπος όπου έχει παραχθεί το ζημιογόνο γεγονός
lieu où la Cour a son siègeέδρα του Δικαστηρίου
l'immunité ayant été levée,une action pénale est engagée contre un jugeμετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη
liste Aκατάλογος Α
loi ayant une valeur formelle renforcéeνόμος αυξημένης τυπικής ισχύος
l'ordonnance n'a qu'un caractère provisoireη απόφαση έχει προσωρινό χαρακτήρα
manquement d'un témoin ou expert ayant dissimulé ou contrefait la réalité des faitsπαράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα
nom du président et des juges qui ont pris part à l'arrêtονοματεπώνυμο του προέδρου και των δικαστών που συμμετείχαν στην έκδοση της αποφάσεως
parent n'ayant pas la garde de l'enfantγονέας που δεν ασκεί γονική μέριμνα
parent n'ayant pas le droit de gardeγονέας που δεν ασκεί γονική μέριμνα
partie ayant partiellement ou totalement succombé en ses conclusionsεν όλω ή εν μέρει ηττηθείς διάδικος
partie prenante autre que l'ayant droitπρόσωπο άλλο από τους δικαιούχους
point Aσημείο Α
si un membre a commis une faute graveαν μέλος διαπράξει βαρύ παράπτωμα
sociétés qui lui ont succédéδιάδοχος εταιρεία
tant que le défaut n'a pas été régulariséεπί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη
testament qui a institué un fidéicommisδιαθήκη σύμφωνα με την οποία ορίστηκε καταπίστευμα
tous les recours internes disponibles ont été épuisésόλες οι δυνατές εσωτερικές προσφυγές έχουν εξαντληθεί
tribunal ayant compétence territoriale et d'attributionδικαστήριο αρμόδιο κατά τόπον και καθ'ύλην
un Etat qui n'a pas depose ses instruments de ratification et d'adhesionένα Kράτος που δεν έχει καταθέσει τα έγγραφά του κυρώσεως και προσχωρήσεως
un point de fait a été mal jugéένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμένα
violences ayant entraîné la mort sans intention de la donnerθανατηφόρα σωματική βλάβη
visa de type Aθεώρηση τύπου Α
élection de domicile au lieu où la Cour a son siègeπροσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου
élection de domicile au lieu où la Cour a son siègeπροσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίου
élection de domicile au lieu où le Tribunal a son siègeπροσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου