Italian | Greek |
a causa di morte | αιτία θανάτου (mortis causa) |
a chi sia consenziente, non si arreca ingiustizia | ο συναινών δεν βλάπτεται (Volenti non fit injuria) |
a condizione che il paese di origine conceda la reciprocità | όρος αμοιβαιότητας στη χώρα προέλευσης |
a cura di | με επιμέλεια |
a diritto invariato | βάσει του κειμένου δικαίου |
a domanda della parta lesa | με αίτηση του ζημιωθέντος διαδίκου |
a fini dilatori | ως παρελκυστική τακτική |
a ogni effetto | αυτοδικαίως (ipso jure) |
a porte chiuse | κεκλεισμένων των θυρών |
a pronti e a termine | άμεσης και προθεσμιακής εκτέλεσης |
a prova di crimine | στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων |
a prova di intrusioni | διασφαλισμένο από παρεισδύσεις |
a titolo gratuito | εκ χαριστικής αιτίας; χωρίς αντιπαροχή |
a titolo oneroso | εξ επαχθούς αιτίας |
a tutti gli effetti | αυτοδικαίως (ipso jure) |
accordo della commissione economica per l'Europa delle Nazioni Unite relativo all'adozione di prescrizioni tecniche uniformi applicabili ai veicoli a motore, agli accessori e alle parti che possono essere installati e/o utilizzati sui veicoli a motore e alle condizioni del riconoscimento reciproco delle omologazioni rilasciate sulla base di tali prescrizioni | συμφωνία της οικονομικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα τα οποία δύνανται να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές |
accordo della commissione economica per l'Europa delle Nazioni Unite relativo all'adozione di prescrizioni tecniche uniformi applicabili ai veicoli a motore, agli accessori e alle parti che possono essere installati e/o utilizzati sui veicoli a motore e alle condizioni del riconoscimento reciproco delle omologazioni rilasciate sulla base di tali prescrizioni | αναθεωρημένη συμφωνία του 1958 |
accordo per la vendita dei libri a prezzo netto | συμφωνία για την πώληση βιβλίων σε καθορισμένη τιμή |
accordo quadro sul lavoro a tempo determinato | Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου |
accordo quadro sul lavoro a tempo parziale | συμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης |
accordo relativo ai trasporti combinati internazionali di merci strada/ferrovia | Συμφωνία για τις συνδυασμένες διεθνείς οδικές/σιδηροδρομικές μεταφορές εμπορευμάτων |
Accordo sui debiti esteri tedeschi,firmato a Londra il 27 febbraio 1953 | Συμφωνία για το εξωτερικό γερμανικό χρέος,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953 |
Accordo sulla classificazione internazionale dei beni e dei servizi ai fini del marchio registrato | Συμφωνία σχετικά με τη διεθνή κατάταξη των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών για τους σκοπούς της κατάθεσης των σημάτων |
acquisto a titolo gratuito | κτήση λόγω χαριστικής αιτίας |
acquisto a titolo gratuito | κτήση από δωρεά |
acquisto a titolo oneroso | επαχθής κτήση κυριότητας |
AGTC.A | Διεύθυνση Συμβουλευτικών Εργασιών Α |
ai fini di | για τους σκοπούς του ... |
ai voti dei membri è attribuita la seguente ponderazione | οι ψήφοι των μελών σταθμίζονται ως εξής |
aiuti destinati a promuovere la cultura e la conservazione del patrimonio | ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς |
allegati ai documenti depositati | συνημμένα |
allegato e documento a sostegno | στοιχεία και έγγραφα προς υποστήριξη |
altri organismi di diritto pubblico o imprese pubbliche degli Stati membri | άλλοι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών |
ammissione all'assicurazione volontaria o facoltativa continuata | υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση |
annotazione a margine | σημείωση στο περιθώριο |
annullare una sentenza o un'ordinanza | ακύρωση απόφασης ή Διάταξης |
applicabile a qualsiasi accordo o categoria di accordi | εφαρμοστέα σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών |
applicazione a titolo provvisorio | προσωρινή εφαρμογή |
applicazione a titolo sussidario | επικουρική εφαρμογή |
assicuratore che,pur non avendo un domicilio all'interno della Comunità,vi possieda una succursale o un'agenzia | ασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο |
associazione a delinquere | οργανωμένο έγκλημα |
associazione a delinquere | συμμορία |
assoggettamento a sorveglianza giudiziaria | επιβολή δικαστικής εποπτείας |
attacco a carattere tecnologico | τεχνολογική προσβολή |
attività a tempo parziale | εργασία μερικής απασχόλησης |
attività a tempo pieno | πλήρης απασχόληση |
atto a titolo oneroso | επαχθής δικαιοπραξία |
atto compiuto a fini di sperimentazione | ενέργεια που γίνεται για πειραματικούς σκοπούς |
atto di cui si contesta la validità o l'interpretazione | πράξη της οποίας το κύρος ή η ερμηνεία αμφισβητείται |
atto o documento voluminoso | μακροσκελές στοιχείο και έγγραφο |
attribuire la ponderazione ai voti | σταθμίζω τις ψήφους |
autorità giudiziarie competente a perseguirli | δικαστική αρχή αρμόδια για την ποινική δίωξη |
avere a carico un bambino | φέρω το βάρος συντήρησης ενός παιδιού |
avviare o continuare azioni giudiziarie o procedure per l'applicazione di sanzioni amministrative | κινώ ή συνεχίζω δικαστική δίωξη ή διαδικασίες που επιδιώκουν επιβολή διοικητικών κυρώσεων |
avvocato che assiste o rappresenta una parte | πληρεξούσιος δικηγόρος |
azione a favore di prestatori di lavoro | μετοχή προσωπικού |
azione a favore di prestatori di lavoro | μετοχή εργασίας |
azione a favore di prestatori di lavoro | μετοχή εργαζομένου |
azione a tutela dell'ambiente di lavoro | επίδραση στο εργασιακό περιβάλλον |
azioni giudiziarie relative ai marchi comunitari | αγωγές που αφορούν κοινοτικά σήματα |
banco o base di dati giuridici | νομική βάση δεδομένων |
banco o base di dati giuridici | βάση νομικών δεδομένων |
banditore d'aste | δημοπράτης |
base giuridica che esige una decisione a maggioranza | νομική βάση που απαιτεί πλειοψηφία |
campo esclusivo o essenziale di attività | αποκλειστικό ή ουσιαστικό πεδίο δραστηριοτήτων |
cancellazione dell'iscrizione di una licenza o di altri diritti nel registro | διαγραφή της εγγραφής άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος |
capacità di disporre a causa di morte | ικανότητα σύνταξης διάταξης τελευταίας βούλησης |
capacità di fare una disposizione a causa di morte | ικανότητα σύνταξης διάταξης τελευταίας βούλησης |
Cassa nazionale di previdenza ed assistenza a favore degli avvocati e procuratori | Εθνικό Γραφείο Προνοίας και Αρωγής των Δικολάβων και Δικηγόρων |
categoria A | κατηγορία Α |
cessione a titolo oneroso | παράδοση εξ επαχθούς αιτίας |
cessione di un'impresa o di parti di impresa | εκχώρηση επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων |
chiedere il rinvio a giudizio | ζητώ τη διεξαγωγή δίκης |
citazione a comparire in giudizio | κλήση ενώπιον δικαστηρίου |
citazione trasmessa a mezzo posta | κλήτευση με ταχυδρομική επίδοση |
classificazione secondo il metodo di controllo o di selezione ponderale | ταξινόμηση σύμφωνα με τον τρόπο ελέγχου ή κατάταξης |
clausola accessoria relativa a marchi | συμπληρωματική διάταξη για τα σήματα |
Comitato a carattere consultivo composto di rappresentanti delle collettività regionali e locali | επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης |
Comitato monetario a carattere consultivo | Νομισματική επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα |
Comitato monetario a carattere consultivo | Νομισματική Επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρα |
comparire dinanzi a un giudice | παρίσταμαι ενώπιον του δικαστηρίου |
compenso da pagare al perito | αποζημίωση που καταβάλλεται σε πραγματογνώμονα |
compenso da pagare al testimone | αποζημίωση που καταβάλλεται σε μάρτυρα |
competente a conoscere in primo grado | εκδικάζω σε πρώτο βαθμό |
competenza a conoscere in primo grado | αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό |
competenza della Comunità o delle sue istituzioni a concludere un accordo | εξουσία της Κοινότητας ή ενός από τα όργανά της να συνάπτουν συμφωνίες |
complicità relativa a tale comportamento | συνεργία που συνδέεται με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά |
comune a monopolio | μονοπωλιακή κοινότητα |
Conferenza mondiale a livello ministeriale sulla criminalità organizzata transnazionale | Παγκόσμια Υπουργική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο διεθνικό έγκλημα |
conferimento a titolo oneroso di immobili | εισφορά,επ'ανταλλάγματι τίτλων,με τη μορφή ακινήτων |
conferimento di beni mobili o immobili | εισφορά σε κινητό ή ακίνητο |
conflitti positivi o negativi di giurisdizione | θετικές ή αρνητικές συγκρούσεις δικαιοδοσίας |
coniuge a carico | σύζυγος του οποίου η διατροφή βαρύνει το δικαιούχο της συντάξεως |
consegna a mano | παράδοση ιδιοχείρως |
contabilizzazione ai fini fiscali dei risultati | φορολογικός συμψηφισμός των αποτελεσμάτων χρήσεως |
Convenzione di Madrid del 14 aprile 1891 relativa alla registrazione internazionale dei marchi di fabbrica o di commerciocon revisioni successive | συμφωνία της Μαδρίτης της 14ης Απριλίου 1891 για τη διεθνή καταχώριση βιομηχανικών ή εμπορικών σημάτωνμε μεταγενέστερες αναθεωρήσεις |
Convenzione europea per la sorveglianza delle persone condannate o liberate con la condizionale | Σύμβαση "περί επιτηρήσεως των υφ'όρον καταδικασθέντων ή απολυθέντων προσώπων" |
Convenzione europea sulla sorveglianza delle persone condannate o liberate sotto condizione | Σύμβαση "περί επιτηρήσεως των υφ'όρον καταδικασθέντων ή απολυθέντων προσώπων" |
convenzione internazionale volta a incriminare la corruzione di funzionari pubblici stranieri | διεθνής σύμβαση σχετικά με την ποινικοποίηση της δωροδοκίας των αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων |
Convenzione relativa a talune istituzioni comuni alle Comunità europee | σύμβαση περί ορισμένων κοινών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
convenzione relativa ai procedimenti concorsuali | σύμβαση σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας |
convenzione relativa alla notificazione negli Stati membri dell'Unione europea di atti giudiziari ed extragiudiziali in materia civile o commerciale | Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
convenzione sugli aspetti civili della sottrazione di minori a carattere internazionale | Σύμβαση σχετικά με τα αστικά δικαιώματα σε περιπτώσεις διεθνών απαγωγών παιδιών |
convenzione sul regolamento internazionale inteso a evitare gli abbordi in mare | σύμβαση που αφορά τη διεθνή ρύθμιση για να αποτρέπονται οι προσαράξεις στη θάλασσα |
convenzione sul regolamento internazionale inteso a evitare gli abbordi in mare | Σύμβαση περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων εν θαλάσση |
convenzione sulla notificazione e la trasmissione all'estero degli atti giudiziari ed extra-giudiziari in materia civile o commerciale | σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenzione volta a facilitare l'accesso internazionale alla giustizia | Σύμβαση που σκοπεύει να διευκολύνει την προσφυγή στη δικαι οσύνη σε διεθνές επίπεδο |
convocare gli agenti delle parti o le parti in persona | κλήση των εκπροσώπων των διαδίκων ή των ιδίων των διαδίκων |
cooperazione in materia di formazione tra istituti di insegnamento o di formazione professionale e imprese | συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτισης |
corrispondente reato commesso avanti a un tribunale nazionale giudicante in materia civile | έγκλημα αντίστοιχο με εκείνο που διαπράττεται ενώπιον εθνικού πολιτικού δικαστηρίου |
costituire un complesso indivisibile ai fini dell'applicazione del diritto | αποτελώ ενιαίο σύνολο όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού |
declassamento dei documenti coperti dal segreto professionale o aziendale | αποχαρακτηρισμός εγγράφων που καλύπτονται από επαγγελματικό ή επιχειρησιακό απόρρητο |
deferimento a | παραπέμπεταιστις επιτροπές |
definizione a termine di una politica di difesa comune,che potrebbe successivamente condurre a una difesa comune | διαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα |
deposito degli strumenti di ratifica, di accettazione o di approvazione | κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης |
destituzione a seguito di voto | ανάκληση κατόπιν ψηφοφορίας |
di età inferiore a ... anni | κάτω των ... ετών' κάτω του ... έτους |
difficoltà economiche,societali o ambientali di natura settoriale o regionale | οικονομικές,κοινωνικές ή περιβαλλοντικές δυσχέρειες τομεακού ή περιφερειακού χαρακτήρα |
Direzione Lavori consultivi - A | Διεύθυνση Συμβουλευτικών Εργασιών Α |
diritti e doveri derivanti dai rapporti di famiglia, di parentela, di matrimonio o di affinità | δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας |
diritti relativi ai brevetti | δικαίωμα που αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
diritti speciali o esclusivi | ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα |
diritto a manifestare | δικαίωμα διαδηλώσεως |
diritto a risarcimento | δικαίωμα αποζημιώσεως |
diritto a risarcimento | δικαίωμα αποζημίωσης |
diritto a titolo derivativo | παρεπόμενο δικαίωμα |
diritto a un processo equo | δικαίωμα σε ιθεία δίκη |
diritto a un processo equo | δικαίωμα σε δίκαιη δίκη |
diritto a un ricorso effettivo e a un giudice imparziale | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου |
diritto ad un ricorso effettivo e a un giudice imparziale | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου |
diritto del titolare a un risarcimento | αξίωση αποζημίωσης του κατόχου |
diritto di accettare l'eredità o diritto di rinunziare ad essa | δικαίωμα αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας |
diritto di chiedere il trasferimento a proprio favore | δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει τη μεταβίβαση επ'ονόματι του |
diritto di opinione e/o discussione | συμβουλευτική γνώμη |
diritto di soggiorno a titolo principale | ίδιον δικαίωμα διαμονής |
diritto di visita ai figli minori | δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα |
diritto esclusivo di utilizzare il disegno o modello | αποκλειστικό δικαίωμα χρησιμοποίησης του σχεδίου ή υποδείγματος |
diritto nazionale che la prende a modello | πρότυπο για το εθνικό δίκτυο |
diritto opposto a terzi | δικαίωμα που ασκείται έναντι τρίτων |
discriminazione a motivo del sesso | διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου |
discriminazione a motivo del sesso | διάκριση λόγω φύλου |
discriminazione indiretta a causa della cittadinanza | έμμεση διακριτική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας |
disegno o modello | σχέδιο ή υπόδειγμα |
disegno o modello con un'individualità propria | ένα σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει ατομικότητα |
disegno o modello concorrente | σχέδιο ή υπόδειγμα με το οποίο έρχεται σε σύγκρουση |
disegno o modello messo a disposizione del pubblico | σχέδιο ή υπόδειγμα προσιτό στο κοινό |
disegno o modello nuovo | νέο σχέδιο ή υπόδειγμα |
disposizione a causa di morte | μεταβίβαση κυριότητας αιτία θανάτου |
disposizione a causa di morte | διάταξη τελευταίας βούλησης |
disposizioni che rientrano nel campo regolamentare o amministrativo | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα |
disposizioni nel campo regolamentare o amministrativo | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα; διοικητικές διατάξεις |
distorsione a ritroso | αντίστροφη στρέβλωση |
divieto di pesca a strascico | απαγόρευση αλιείας με τράτα |
divieto d'uso del marchio comunitario registrato a nome di un agente o rappresentante | απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου |
documentazione atta a confermare la disponibilità di mezzi di sussistenza sufficienti | δικαιολόγηση των αναγκαίων για τη συντήρηση οικονομικών μέσων |
documentazione atta a confermare la disponibilità di mezzi di sussistenza sufficienti | απόδειξη επαρκών μέσων διαβίωσης |
documentazione atta a confermare la disponibilità di mezzi sufficienti per il ritorno nel Paese di provenienza | δικαιολογητικό που αφορά την επιστροφή |
documentazione atta a confermare la disponibilità di mezzi sufficienti per il ritorno nel Paese di provenienza | αποδεικτικό έγγραφο της κάλυψης των εξόδων επιστροφής |
documentazione atta a confermare lo scopo e le condizioni del soggiorno | δικαιολογητικό που αφορά τον σκοπό του ταξιδιού |
documentazione atta a confermare lo scopo e le condizioni del soggiorno | έγγραφο δικαιολογητικό του σκοπού του ταξιδιού |
documentazione atta a dimostrare la disponibilità di un alloggio | δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα |
documentazione atta a dimostrare la disponibilità di un alloggio | δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση |
documentazione atta a dimostrare la disponibilità di un alloggio | δικαιολογητικό για την κατάλυση |
documento o prova relativo alla causa | στοιχείο που έχει σχέση με την υπόθεση |
documento richiamato a sostegno della domanda | στοιχείο προς στήριξη της αιτήσεως |
domanda di autorizzazione a procedere al pignoramento | αίτηση άδειας επιβολής κατασχέσεως |
domanda di decadenza o di nullità | αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας |
domanda di gratuito patrocinio relativa a ricorsi pendenti | αίτηση χορηγήσεως ευεργετήματος πενίας που άπτεται εκκρεμών προσφυγών |
domanda riconvenzionale di decadenza o di nullità | ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα |
domicilio o residenza abituale | κατοικία ή συνήθης διαμονή |
e le altre persone giuridiche contemplate dal diritto pubblico o privato | και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου |
effetto retroattivo della decadenza o della nullità | αναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας |
emissione di obbligazioni o titoli | εκδίδω ομολογίες και χρεώγραφα |
enti regionali,locali o altri enti pubblici | περιφερειακές,τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές |
esame a distanza di un testimone | κατάθεση μαρτύρων εξ αποστάσεως |
esaminare le denunce di infrazione o di cattiva amministrazione | εξετάζω καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης |
esenzione a condizione di reinvestimento | απαλλαγή από τη φορολογία υπό τον όρο της επανεπένδυσης σε πάγια στοιχεία |
esenzione d'imposta a favore della società madre o in capo alla partecipata | καθεστώς μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιρειών |
esenzione d'imposta a favore della società madre o in capo alla partecipata | φορολογικό καθεστώς της μητρικής και των θυγατρικών εταιρειών |
esenzione d'imposta a favore della società madre o in capo alla partecipata | φορολογικό προνόμιο |
esenzione d'imposta a favore della società madre o in capo alla partecipata | έκπτωση εισπραχθέντων μερισμάτων |
espressa autorizzazione del presidente o della Corte | ρητή άδεια του προέδρου ή του Δικαστηρίου |
essere a carico di un lavoratore autonomo | βαρύνει τον εργαζόμενο μη μισθωτό |
essere dichiarato decaduto dai suoi diritti in tutto o in parte | εκπίπτω του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων μου |
essere soggetto ad esame o interpretazione | υπόκειμαι σε έλεγχο ή ερμηνεία |
essi continuano a curare gli affari di ordinaria amministrazione | εξακολοθούν να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις |
essi sono tenuti per solidarieta a riparare il pregiudizio cagionato dalla loro richiesta | υποχρεούνται αλληλεγγύως σε αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την αίτησή τους |
estradizione ai fini del procedimento penale | έκδοση με σκοπό την ποινική δίωξη |
estrazione a sorte | κλήρωση |
falsa dichiarazione relativa al paese o al luogo di origine | ψευδής δήλωση σχετικά με τη χώρα ή τον τόπο καταγωγής |
far valere un diritto davanti a un organo giurisdizionale | προβάλλω αξίωση ενώπιον δικαστηρίου |
firma con riserva di ratifica, accettazione o approvazione | υπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση |
firma dell'agente o dell'avvocato della parte | υπογραφή του εκπροσώπου ή του δικηγόρου του διαδίκου |
formulario A/B | έντυπο Α/Β |
funzionamento a centro chiuso | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" |
funzionamento a sala chiusa | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" |
garantire la messa a punto delle cause | εξασφαλίζω την προετοιμασία των υποθέσεων |
garanzia di fronte a terzi in malafede | προστασία κατά των κακοπίστων τρίτων |
Garanzie per la protezione dei diritti delle persone condannate a morte | διασφαλήσεις για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όσων απειλούνται με θανατική ποινή |
giudice del luogo in cui l'obbligazione è sorta,ha avuto o deve avere esecuzione | δικαστήριο του τόπου συστάσεως ή εκτελέσεως της ενοχής |
giudice maggiormente qualificato dal punto di vista territoriale a conoscere di una controversia | το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς |
giudizio a carattere internazionale | δίκες διεθνούς χαρακτήρα |
giurisdizione tenuta a rivolgeresi alla Corte di giustizia | δικαστήριο κράτους μέλους που οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο |
giustificato da motivi di ordine pubblico o di pubblica sicurezza | υπαγορευόμενο από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας |
Gli Stati membri sono destinatari del presente atto conformemente ai trattati | Η παρούσα ΠΡΑΞΗ απευθύνεται στα κράτη μέλη. |
Gli Stati membri sono destinatari del presente atto conformemente ai trattati | Η παρούσα ΠΡΑΞΗ απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες. |
gregge dato a pensione | εκμίσθωση προβατίνων |
i poteri d'azione a tal uopo richiesti | οι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες |
i principi generali comuni ai diritti degli stati membri | οι γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των Kρατών μελών |
i termini per la presentazione dei ricorsi decorrono a contare dalla stessa data | οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείο |
il diritto è opponibile ai terzi | το δικαίωμα αντιτάσσεται κατά τρίτων |
il giudice può essere giudicato soltanto dall'organo competente a giudicare | ο δικαστής δύναται να δικαστεί μόνο από την αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές |
il reciproco riconoscimento delle 0società'a mente dell'articolo 58 | η αμοιβαία αναγνώριση των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58 |
impegnarsi al pagamento a rate | αναλαμβάνω την υποχρέωση να εξοφλώ με δόσεις |
impiegato a contratto | συμβασιούχος υπάλληλος |
impiego a tempo completo | πλήρης απασχόληση |
impiego a tempo parziale | μερική απασχόληση |
imporre interessi a titolo di penalità | επιβάλλω επιτόκια ποινής |
importo della somma forfettaria o della penalità | ύψος του κατ'αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής |
imposta a monte | φόρος κατά το προηγούμενο στάδιο |
imposta sul valore aggiunto a monte | προηγουμένως καταβληθείς φόρος προστιθέμενης αξίας |
in caso di assenza o di impedimento del presidente | σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου |
in caso di dimissioni o di decesso | σε περίπτωση παραίτησης,απαλλαγής από τα καθήκοντα ή θανάτου |
in deroga a | κατά παρέκκλιση από |
indagine relativa a gravi reati | διαλεύκανση σοβαρών εγκλημάτων |
indennità di collocamento a riposo | επίδομα συνταξιοδότησης |
indennità per moglie a caricoF | επίδομα οικιακής απασχόλησης |
interesse passivo a carico dell'impresa | τοκοχρεωλυτική πληρωμή της επιχείρησης |
irregolarità a danno del bilancio comunitario | παρατυπία εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού |
irregolarità o mancato pagamento constatato | διαπιστωθείσες παρατυπίες ή μη καταβολή πληρωμής |
irrogazione di sanzioni pecuniarie ai testimoni non comparsi | επιβάλλω χρηματικές κυρώσεις στους μη εμφανιζομένους μάρτυρεςλιπομάρτυρες |
iscrizione di una licenza o di altri diritti su un marchio comunitario nel registro | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί κοινοτικού σήματος |
iscrizione di una licenza o di altri diritti su una domanda di marchio comunitario nel registro | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί αιτήσεως κοινοτικού σήματος |
istanza o altro atto processuale destinati alla Corte depositati per errore presso il cancelliere del Tribunale | δικόγραφο προσφυγής ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο,απευθυνόμενο στο Δικαστήριο και κατατιθέμενο εκ παραδρομής στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου |
istigazione a dilinquere | ηθική αυτουργία σε αξιόποινη πράξη |
istituzioni o organi della Comunità | κοινοτικά όργανα και οργανισμοί |
istruire i casi di presunta infrazione ai principi suddetti | εξετάζει τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των αρχών αυτών |
istruzione a distanza | εκπαίδευση εξ αποστάσεως |
la Commissione puo'procedere a tutte le necessarie verifiche | η Eπιτροπή δύναται να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους |
la Commissione rivolge,ove occorra,opportune direttive a... | η Eπιτροπή απευθύνει,εφ'όσον είναι ανάγκη,κατάλληλες οδηγίες προς... |
la Comunità è tenuta a risarcire il danno | η Kοινότης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας |
la concessione di una licenza dà diritto a un indennizzo completo | η χορήγηση αδείας θεμελιώνει δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως |
la Corte di giustizia giudica a porte chiuse | το Δικαστήριο αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών |
la Corte di giustizia è competente a giudicare in virtù di una clausola compromissoria | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας |
la Corte di giustizia è competente a pronunciarsi in via pregiudiziale | το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις |
La presente decisione si applica conformemente ai trattati. | Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις Συνθήκες. |
l'apertura di agenzie,succursali o filiali | η ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών |
l'approvazione e'stata rifiutata o revocata | η έγκριση δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη |
lavori con turni a rotazione | συνεχής εργασία |
lavori con turni a rotazione | εργασία σε διαδοχικές βάρδιες |
lavoro a ciclo controllato | ελεγχόμενη εργασία από εξωτερικούς παράγοντες |
lavoro a cottimo | εργασία αμοιβόμενη κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντος |
lavoro a domicilio | εργασία χωρίς τα υλικά |
lavoro a domicilio | κατ'οίκον εργασία |
lavoro a domicilio | εργασία αμειβόμενη με την ώρα |
lavoro a domicilio | εργασία φασόν |
lavoro a domicilio | εργασία υπεργολαβίας |
lavoro a ritmo libero | εργασία ελεύθερης επίδοσης |
lavoro a squadre | ομαδική εργασία |
lavoro a turni semicontinuo | ημι-συνεχής εργασία |
lavoro a turno | εργασία με βάρδιες |
lavoro a turno continuo | συνεχής εργασία |
lavoro a velocità libera | εργασία ελεύθερης επίδοσης |
lavoro a velocità limitata | εργασία ορισμένης επίδοσης |
lavoro continuo a tre turni | συνεχής εργασία |
lavoro pagato a cottimo | εργασία αμειβόμενη με το κομμάτι |
lavoro pagato a tempo | εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια |
lavoro pagato a tempo | εργασία αμειβόμενη με την ώρα |
lavoro volontario a orario ridotto | εθελούσια μερική απασχόληση |
le disposizioni del presente articolo si applicano a qualsiasi organismo | οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό |
le disposizioni interne o convenzionali | οι εσωτερικές ή συμβατικές διατάξεις |
le parti possono agire soltanto per mezzo del loro mandatario o del loro avvocato | οι διάδικοι δύνανται να απευθύνονται στο Δικαστήριο μόνο μέσω του πληρεξουσίου ή του δικηγόρου τους |
legge a sostegno dell'industria cinematografica | νόμος για την ενίσχυση της κινηματογραφικής βιομηχανίας |
legge a tutela della gioventù | νόμος προστασίας ανηλίκων |
legge concernente gli anticipi sugli alimenti ai figli a carico | νόμος περί της προκαταβαλλομένης διατροφής για τη συντήρηση τέκνων |
legge federale sugli assegni a fini assistenziali | νόμος σχετικά με το ομοσπονδιακό επίδομα |
legge federale sugli assegni a fini assistenziali | ομοσπονδιακός νόμος για τα επίδοματα μέριμνας |
legge federale sugli assegni a fini assistenziali | Ομοσπονδιακός Νόμος ειδικής φροντίδας |
legge generale relativa all'assicurazione a favore delle vedove e degli orfani | γενικό σύστημα ασφάλισης χηρών και ορφανών |
legge relativa ai brevetti | νόμος περί θεμάτων ευρεσιτεχνίας |
legge relativa all'energia elettrica prodotta a partire dal carbone | νόμος περί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα |
legge sugli aiuti sociali a beneficio delle persone in fase di riabilitazione | νόμος περί κοινωνικής βοήθειας με σκοπό τη συντήρηση ατόμων υπό επαναπροσαρμογή |
legge sulle imposte sui veicoli a motore | νόμος περί φορολογίας μηχανοκίνητων οχημάτων |
legge sulle pensioni ai superstiti | νόμος περί συντάξεων επιζώντων |
legge sulle prestazioni speciali a favore dei disoccupati anziani | νόμος σχετικά με τις ειδικές παροχές για τα άνεργα ηλικιωμένα άτομα |
legge sulle prestazioni speciali a favore dei disoccupati anziani | νόμος περί ειδικού βοηθήματος σε ηλικιωμένους ανέργους |
l'emanazione o la modifica di una disposizione | η θέσπιση ή η τροποποίηση διατάξεως |
libero accesso a qualsiasi attività salariata di sua scelta | ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του |
licenziamento a causa di assenze per malattia ripetute | απόλυση λόγω επανειλημμένων αδειών ασθένειας |
limitare l'autonomia decisionale o il potere di concludere trattati delle Parti contraenti | περιορίζω την αυτονομία λήψεως αποφάσεων ή την εξουσία σύναψης συνθηκών εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών |
limite all'applicazione delle restrizioni ai diritti | όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα |
mancanza d'un testimonio o di un perito che ha dissimulato o falsato la realtà dei fatti | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα |
mancata presentazione di documenti ai fini di controllo | μη εμφάνιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τον έλεγχο |
mandato a perito | διορισμός πραγματογνώμονος |
manifestamente incompetente a conoscere di un ricorso | προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής |
meccanismo per la creazione di ECU a fronte di oro e dollari statunitensi | μηχανισμός δημιουργίας ECU έναντι χρυσού και δολλαρίων ΗΠΑ |
microchip – a contatto | ανεπαφικό πλινθίο |
modulo A/B | έντυπο Α/Β |
mole di un atto o documento | όγκος ενός στοιχείου ή εγγράφου |
momento in cui si verifica un evento o si compie un atto | χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως |
N/A NL IT | εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών |
N/A FRIT | άδεια διαμονής που φέρει τη μνεία "συνταξιούχος" |
N/A FRIT | προσωρινή άδεια διαμονής |
N/A FRIT | άδεια διαμονής που φέρει τη μνεία "προσόντα και ταλέντα" |
N/A FRIT | μητρώο υπηκόων τρίτων χωρών |
nessuno Stato membro e'tenuto a fornire informazioni | κανένα Kράτος μέλος δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες |
nome generico dei prodotti o dei servizi | κοινή ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών |
non luogo a statuire | κατάργηση της δίκης |
obiezione a una riserva | ένσταση επιφυλάξεων |
occupazione effettiva o fittizia | κατοχή πραγματική ή ιδεατή |
ogni atto o documento | στοιχεία ή έγγραφα |
omologazione a tappe | έγκριση τύπου σε διαδοχικά στάδια |
operazione a catena tra soggetti passivi | αλυσιδωτή πράξη πραγματοποιούμενη μεταξύ υποκειμένων στο φόρο |
opponibilità ai terzi | το αντιτάξιμο έναντι των τρίτων |
opponibilità ai terzi | αποτελέσματα έναντι τρίτων |
opporsi all'uso del marchio da parte dell'agente o rappresentante | αντιτάσσομαι στη χρήση του σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου |
ordinare lo svolgimento del processo a porte chiuse | αποφασίζω την κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία |
organi di società o persone giuridiche | τα όργανα των εταιρειών ή των νομικών προσώπων |
organismo acquirente a livello di amministrazione centrale | κεντρική υπηρεσία κρατικών προμηθειών |
organismo pubblico o privato | δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός |
patrimonio a destinazione vincolata | περιουσία ειδικού σκοπού |
patrocinio a spese dello Stato | νομική βοήθεια |
patrocinio a spese dello Stato stranieri | δωρεάν νομική συνδρομή αλλοδαποί |
Patto internazionale relativo ai diritti civili e politici | Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα |
pena o misura di sicurezza a carattere perpetuo | ποινή ή μέτρο ασφαλείας εφ'όρου ζωής |
per l'attività o l'inattività del suo titolare | συνεπεία ενεργειών ή αδράνειας του δικαιούχου |
... per motivi concernenti la costruzione o il funzionamento... | ... για λόγους που αφορούν στην κατασκευή ή στη λειτουργία του ... |
per società si intendono le società di diritto civile o di diritto commerciale | ως εταιρίες νοούνται οι εταιρίες αστικού ή εμπορικο29 δικαίου |
per un primo periodo di cinque anni a decorrere dall'entrata in vigore del presente Trattato | κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιόδου πέντε ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης |
percentuale a favore dell'armatore | πρόσθετος ποσοστιαία πληρωμή επί του ναύλου |
percepire a suo favore una tassa | εισπράττω προς όφελός μου ένα τέλος |
persona a carico | προστατευόμενο μέλος |
persona a carico | εξαρτώμενος |
persona a carico dell'assistenza sociale | αποδέκτης παροχών κοινωνικής πρόνοιας |
persona a carico dell'assistenza sociale | αποδέκτης κοινωνικών παροχών |
persona autorizzata a ricevere tutte le notifiche | αντίκλητος |
persona di riconosciuta levatura ed esperienza professionale nel settore monetario o bancario | πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα |
persona fisica o giuridica direttamente e individualmente riguardata | φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θίγεται άμεσα και ατομικά |
persona iscritta a titolo principale nei registri anagrafici | πρόσωπο του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στα δημοτολόγια |
persona legittimata a proporre il ricorso | πρόσωπο που νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή |
persona o ente incaricato di un'indagine o di una perizia | πρόσωπο ή όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η διεξαγωγή έρευνας ή πραγματογνωμοσύνης |
persone a carico | συντηρούμενα άτομα |
persone a carico | προστατευόμενα πρόσωπα |
persone o imprese sottoposte al controllo | πρόσωπα ή επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο |
ponte o coperta superiore | πρώτο κατάστρωμα |
ponte o coperta superiore | κύριο κατάστρωμα |
possibilità di affidare una perizia a qualunque persona,ente,ufficio,commissione od organo | δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο |
poteri normalmente riconosciuti alle corte e ai tribunali | εξουσίες που αναγνωρίζονται συνήθως στα δικαστήρια |
prendere a carico un bambino | αναλαμβάνω το βάρος συντήρησης ενός παιδιού |
prendere le decisioni a maggioranza semplice | λήψη αποφάσεων με απλή πλειοψηφία |
prima presentazione del prodotto o del servizio | πρώτη παρουσίαση στο κοινό του προϊόντος ή της υπηρεσίας |
procedere a determinati provvedimenti di istruttoria | διεξάγω ορισμένες προπαρασκευαστικές ενέργειεςδιεξάγω αποδείξεις |
procedere a trasferimenti di crediti | προβαίνω σε μεταφορές πιστώσεων |
procedimenti connessi pendenti dinanzi a tribunali diversi | συναφείς υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων |
procedimento a porte chiuse | συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών |
procedura a sportello unico | διαδικασία μονοαπευθυντικής αγοράς |
procedura a sportello unico | διαδικασία άπαξ |
procedura di fallimento o procedure analoghe | πτωχευτική ή άλλη ανάλογη διαδικασία |
processo a carico di minorenni | δίκες ανηλίκων |
prodotti a base di carne | προϊόντα με βάση το κρέας |
prodotto intercambiabile o surrogabile | εναλλάξιμο ή υποκατάστατο προϊόν |
progetto inteso a modificare i trattati su cui è fondata l'Unione | σχέδιο αναθεωρήσεως των συνθηκών οι οποίες θεμελιώνουν την'Ενωση |
proibizione della tortura e delle pene o trattamenti inumani o degradanti | απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης |
pronunciare la decadenza dal diritto a pensione dell'interssato | έκπτωση από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης |
Protocollo di emendamento alla Convenzione europea sulla protezione degli animali vertebrati utilizzati a fini sperimentali o ad altri fini scientifici | Πρωτόκολλο τροποποίησης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των σπονδυλωτών ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς |
protocollo n. 2 alla convenzione quadro europea sulla cooperazione transfrontaliera delle collettività o autorità territoriali, relativo alla cooperazione inter-territoriale | Πρωτόκολλο αριθ. 2 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ περιοχών |
Protocollo n. 2 alla Convenzione-quadro europea sulla cooperazione transfrontaliera delle collettività o autorità territoriali sulla cooperazione interterritoriale | Πρωτόκολλο αριθ. 2 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ περιοχών |
Protocollo portante modifiche alla convenzione firmata a Parigi il 22.11.1928 concernente le esposizioni internazionali | Πρωτόκολλο "τροποποιούν την περί των διεθνών εκθέσεων σύμβασιν, υπογραφείσαν εν Παρισίοις την 22.11.1928" |
Protocollo relativo all'Accordo per l'importazione di oggetti di carattere educativo, scientifico o culturale | Πρωτόκολλο του Ναϊρόμπι στη συμφωνία για την εισαγωγή αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα' Πρωτόκολλο του Ναϊρόμπι |
prova a carico | ενοχοποιητικά στοιχεία |
prova a discarico | απαλλακτικά στοιχεία |
provvedere a rendere multilaterale l'accordo | προσδίδω πολυμερή χαρακτήρα σε μια συμφωνία |
provvedimento istruttorio o altro provvedimento preparatorio | διεξαγωγή αποδείξεων ή άλλη προπαρασκευαστική ενέργεια |
pubblicità relativa ai dati memorizzati | ανακοινώσεις για αρχειοθετημένα δεδομένα |
qualsiasi presa di posizione o azione nazionale prevista in applicazione di un'azione comune | κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης |
raccomandazione intesa a disciplinare l'utilizzazione dei dati a carattere personale nel settore della polizia | σύσταση που έχει ως στόχο να ρυθμίσει τη χρήση των προσωπικών δεδομένων από την αστυνομία |
regime di restrizione del diritto a deduzione | περιοριστικό καθεστώς του δικαιώματος προς έκπτωση |
regime inteso a garantire che la concorrenza non sia falsata nel mercato interno | ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά |
registri fondiari o ipotecari | κτηματολόγια ή βιβλία υποθηκών |
registro contenente i nominativi di persone responsabili di reati a sfondo sessuale | μητρώο δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων |
regolamentazione del lavoro a tempo parziale | ρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης |
regolamento relativo ai servizi medici e alle cure sanitarie | διάταγμα περί ιατρικής και υγείας |
regolamento relativo alle cure sanitarie e ai servizi sociali personali | διάταγμα περί υπηρεσιών υγείας και προσωπικών κοινωνικών υπηρεσιών |
relativo a | σχετικός με |
ricerca a scansione | αναζήτηση στην τύχη |
richiesta di garanzia a seguito di un'inadempienza | κατάπτωση εγγυήσεων συνεπεία αθέτησης υποχρεώσεων |
ricorsi d'annullamento proposti contro le decisioni e le raccomandazioni dell'Alta Autorità da uno Stato membro o dal Consiglio | προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από κράτος μέλος ή το Συμβούλιο κατά αποφάσεων και συστάσεων της Ανώτατης Αρχής |
ricorsi per incompetenza, violazione delle forme sostanziali, violazione del presente trattato o di qualsiasi regola di diritto relativa alla sua applicazione, ovvero per sviamento di potere | προσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
ricorsi per incompetenza,violazione delle forme sostanziali,violazione del presente trattato o di qualsiasi regola di diritto relativa alla sua applicazione,ovvero per sviamento di potere | προσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος,παραβάσεως ουσιώδους τύπου,παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με τη εφαρμογή της,ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
ricorsi proposti da persone fisiche o giuridiche in materia di concorrenza | προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε θέματα ανταγωνισμού |
ricorso a manovre dilatorie | προσφυγή σε μέσα αναστολών |
ricorso d'annullamento per violazione del trattato o di ogni norma giuridica concernente la sua applicazione | προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως της συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της |
ricorso d'annullamento per violazione del trattato o di qualsiasi norma giuridica concernente la sua applicazione | προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως της συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της |
ricorso proposto da funzionario o da altro dipendente delle istituzioni | προσφυγή που κατατίθεται από ένα μόνιμο υπάλληλο ή από μέλος του λοιπού προσωπικού ενός οργάνου |
ricusazione di un testimone o di un perito | εξαίρεση ενός μάρτυρα ή ενός πραγματογνώμονα |
riduzione della sanzione pecuniaria sproporzionata rispetto ai redditi | μείωση της δυσανάλογης προς τα εισοδήματα χρηματικής κυρώσεως |
rifiutarsi di deporre,di prestare giuramento o di fare la dichiarazione solenne che lo sostituisce | αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου |
rilascio di licenze ai pescatori | παροχή αδειών σε αλιείς |
rinunzia alla replica o alla controreplica | παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση |
rinvio a catena | σωρευτική παραπομπή |
riparazioni a favore delle vittime | επανορθώσεις για τα θύματα |
risarcimento pecuniario a carico della Comunità | χρηματική αποζημίωση εις βάρος της Κοινότητας |
rischi dovuti a cause accidentali | περιστασιακοί κίνδυνοι |
rischio connesso allo sfruttamento a carico del cedente | ο εκχωρητής φέρει τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης |
rischio di trovarsi all'improvviso vincolato a convenzioni standard | κίνδυνος δέσμευσης με standard ρήτρες |
ritiro a rotazione | αποχώρηση με κυκλική εναλλαγή |
riunione ai fini della fase orale | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας |
riunione ai fini della fase scritta | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας |
riunione ai fini della fase scritta od orale o della sentenza | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως |
riunione ai fini della sentenza | συνεκδίκαση προς έκδοση κοινής αποφάσεως |
rivendicare il diritto a la privativa in qualità di contitolare | αξιώνω να αποκτήσω την ιδιότητα του συνδικαιούχου |
salario o trattamento normale di base o minimo | συνήθης βασικός ή κατώτατος μισθός ή αποδοχές |
salvare la nave o il carico | διασώζω το πλοίο ή το φορτίο |
scioglimento delle società o persone giuridiche | λύση των εταιρειών ή των νομικών προσώπων |
sciopero a scacchiera | περιστροφική απεργία |
sciopero a scacchiera | κυκλική απεργία |
sedere a porte chiuse | συνεδριάζω κεκλεισμένων των θυρών |
segmento di popolazione a carico | συντηρούμενα άτομα |
sentenza esecutiva nonostante appello o opposizione | δικαστική αποφαση που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπής |
senza distinzione di nazionalità o di residenza | χωρίς διακρίσεις ιθαγενείας ή διαμονής |
sequestro del carico o del nolo a seguito di assistenza o salvataggio | κατάσχεση φορτίου ή ναύλου μετά από επιθαλάσσια αρωγή ή διάσωση |
servizi resi a se stesso | υπηρεσίες "παρεχόμενες εις εαυτόν" |
sezione a cui è stato attribuito il procedimento principale | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεση |
sezione alla quale la causa è assegnata o rimessa | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί ή υπαχθεί η υπόθεση |
sezioni composte di tre o cinque giudici | τμήματα συγκείμενα από τρεις ή πέντε δικαστές |
sistema a partito unico | μονοκομματισμός |
sistema di imposta cumulativa a cascata | σωρευτικό και επαναληπτικό φορολογικό σύστημα |
società a partecipazione statale | εταιρεία με κρατική συμμετοχή |
società a socio unico | μονοπρόσωπη εταιρεία |
società soggette a legislazioni nazionali diverse | εταιρίες που διέπονται από το δίκαιο διαφόρων Kρατών μελών |
sollecitazione a contrarre | πρόταση σύναψης σύμβασης |
somma forfettaria o una penalità | κατ'αποκοπήν ποσό ή χρηματική ποινή |
soprassedere a deliberare | αναβάλλει την απόφασή της |
sospensione delle indagini o dell'esercizio dell'azione penale | αναβολή έρευνας ή διώξεως |
sostegno finanziario a medio termine delle bilance dei pagamenti | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών |
sostegno monetario a breve termine | βραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη |
sostegno monetario a breve termine | βραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης |
sovrapprotezione a danno del pubblico | υπερπροστασία εις βάρος του κοινού |
spese a carico | υποχρέωση κάλυψης των εξόδων |
spese a carico | βάρος των εξόδων |
spese compensate interamente o in parte | συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη |
standard globale sullo scambio automatico di informazioni finanziarie a fini fiscali | πρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών |
Stato che ha partecipato ai negoziati | διαπραγματευόμενο κράτος |
strumenti di ratifica, di accettazione, di approvazione o di adesione | έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης |
struttura a carattere volontario | διάρθρωση σε εθελοντική βάση |
successione a causa di morte | κληρονομική διαδοχή |
successione a titolo universale | καθολική διαδοχή |
tavolato oceanico a scarpata scoscesa | απόκρυμνο ωκεάνειο οροπέδιο |
tenere seduta a porte chiuse | συζητώ κεκλεισμένων των θυρών |
termine a comparire | προθεσμία κλήτευσης |
termine espresso in giorni,in settimane,in mesi o in anni | προθεσμία προσδιοριζόμενη σε ημέρες,εβδομάδες,μήνες ή έτη |
testo rilevante ai fini del SEE | κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ |
tribunale la cui competenza sia stata prorogata convenzionalmente o tacitamente | δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατόπιν ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας των διαδίκων |
tribunali ... che potrà dare luogo alla modifica o all'annullamento della determinazione | δικαστήρια...με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την τροποποίηση ή την ανατροπή του καθορισμού |
tutte le misure di carattere generale o particolare | κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο |
un avvocato iscritto a un ordine | δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο |
un caso fortuito o di forza maggiore | τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία |
una convenzione di applicazione allegata a tale Trattato | σύμβαση εφαρμογής που προσαρτάται στην παρούσα συνθήκη |
unica autorizzata a valutare i fatti | μόνος αρμόδιος για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών |
uso delle attrezzature relative ai trasporti | εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορών |
uso parziale o totale di un'altra lingua | χρήση ολικώς ή μερικώς μιας άλλης γλώσσας |
valutazione della situazione risultante da fatti o circostanze economiche | εκτίμηση της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις |
valutazione dello stato risultante da fatti o circostanze economiche | εκτίμηση της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις |
variazione del diritto a deduzione | μεταβολή του δικαιώματος προς έκπτωση |
villaggio a forma circolare | κυκλικό χωριό |
villaggio ai bordi della strada | χωριό κατά μήκος κεντρικής οδού |
violazione di un obbligo di vigilanza o controllo precisato nella legislazione nazionale | παράλειψη εκτελέσεως υποχρέωσης για την άσκηση επίβλεψης ή ελέγχου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο |
visto di tipo A | θεώρηση τύπου Α |
visto di tipo A | θεώρηση εισόδου τύπου Α |
visto di tipo A | θεώρηση διέλευσης από αερολιμένα |
votazione a maggioranza semplice | απλή κατανεμημένη ψηφοφορία |
votazione a voto cumulativo | σωρευτική ψήφος |