DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing freely | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to move freelyκυκλοφορώ ελεύθερα; διακινούμαι ελεύθερα
right to move and reside freely within the territory of the Member Statesδικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών
the right of every Union citizen to move and reside freelyτο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ελεύθερης διαμονής για κάθε πολίτη της Ένωσης