Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Danish
Dutch
English
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Lithuanian
Russian
Slovene
Terms
for subject
Law
containing
de facto
|
all forms
|
exact matches only
|
in specified order only
Portuguese
Greek
acórdão do Tribunal de Justiça que declare expressamente verificada a existência de um facto novo
απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξη
νέου
γεγονότος
apreciação da situação decorrente dos factos ou circunstâncias económicas
εκτίμηση της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις
argumentos
de facto
e de direito invocados
προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα
associação
de facto
σωματείο χωρίς νομική προσωπικότητα
associação
de facto
σωματείο εν τοις πράγμασι
características de um facto novo exigidas para a revisão
χαρακτηριστικά νέου γεγονότος που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως
circunstâncias
de facto
e de direito
πραγματικά και νομικά στοιχεία
descoberta de um facto suscetível de exercer influência decisiva e que era desconhecido do Tribunal
καθίσταται γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο
elemento de direito e
de facto
νομικό και πραγματικό στοιχείο
erro de apreciação dos factos
εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών
erro
de facto
πραγματικό σφάλμα
(error facti)
erro
de facto
εσφαλμένη εκτίμηση του πραγματικών περιστατικών
(error facti)
exame aprofundado
de factos
complexos
ενδελεχής έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστάσεων
exame limitado às alegações
de facto
εξέταση περιοριζόμενη στα προβαλλόμενα επιχειρήματα
facto cometido antes da entrega
πράξη που τελέσθηκε πριν από την παράδοση
facto de contrafação
πράξη παραποίησης
facto de contrafação
πράξη απομίμησης
facto determinante da extradição
πράξη για την οποία χωρεί έκδοση
factos sujeitos a prova a pedido das partes
διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων
falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factos
παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα
família
de facto
οικογένεια de facto
fundamentos
de facto
e de direito que, à primeira vista, justificam a adoção da medida provisória
πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν,εκ πρώτης όψεως,τη λήψη του προσωρινού μέτρου
matéria
de facto
πραγματικό ζήτημα' πραγματικό στοιχείο
questão
de facto
a apreciar pelo juiz do processo
θέμα που επαφίεται στην κρίση του επιλαμβανομένου δικαστηρίου
questão
de facto
relativa ao litígio
πραγματικά περιστατικά μιας διαφοράς
questão
de facto
relativa ao litígio
θέμα πραγματικού περιστατικού σχετικό με τη διαφορά
requisito da falta de conhecimento do facto
προϋπόθεση ελλείψεως γνώσεως
taxa pelo facto de tornarem disponíveis os documentos pertinentes
τέλος για τη διάθεση των απαιτούμενων εγγράφων
uma questão
de facto
foi mal julgada
ένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμένα
Get short URL