DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Law containing de facto | all forms | exact matches only | in specified order only
PortugueseGreek
acórdão do Tribunal de Justiça que declare expressamente verificada a existência de um facto novoαπόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξηνέουγεγονότος
apreciação da situação decorrente dos factos ou circunstâncias económicasεκτίμηση της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις
argumentos de facto e de direito invocadosπροβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα
associação de factoσωματείο χωρίς νομική προσωπικότητα
associação de factoσωματείο εν τοις πράγμασι
características de um facto novo exigidas para a revisãoχαρακτηριστικά νέου γεγονότος που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως
circunstâncias de facto e de direitoπραγματικά και νομικά στοιχεία
descoberta de um facto suscetível de exercer influência decisiva e que era desconhecido do Tribunalκαθίσταται γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο
elemento de direito e de factoνομικό και πραγματικό στοιχείο
erro de apreciação dos factosεσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών
erro de factoπραγματικό σφάλμα (error facti)
erro de factoεσφαλμένη εκτίμηση του πραγματικών περιστατικών (error facti)
exame aprofundado de factos complexosενδελεχής έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστάσεων
exame limitado às alegações de factoεξέταση περιοριζόμενη στα προβαλλόμενα επιχειρήματα
facto cometido antes da entregaπράξη που τελέσθηκε πριν από την παράδοση
facto de contrafaçãoπράξη παραποίησης
facto de contrafaçãoπράξη απομίμησης
facto determinante da extradiçãoπράξη για την οποία χωρεί έκδοση
factos sujeitos a prova a pedido das partesδιατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων
falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factosπαράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα
família de factoοικογένεια de facto
fundamentos de facto e de direito que, à primeira vista, justificam a adoção da medida provisóriaπραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν,εκ πρώτης όψεως,τη λήψη του προσωρινού μέτρου
matéria de factoπραγματικό ζήτημα' πραγματικό στοιχείο
questão de facto a apreciar pelo juiz do processoθέμα που επαφίεται στην κρίση του επιλαμβανομένου δικαστηρίου
questão de facto relativa ao litígioπραγματικά περιστατικά μιας διαφοράς
questão de facto relativa ao litígioθέμα πραγματικού περιστατικού σχετικό με τη διαφορά
requisito da falta de conhecimento do factoπροϋπόθεση ελλείψεως γνώσεως
taxa pelo facto de tornarem disponíveis os documentos pertinentesτέλος για τη διάθεση των απαιτούμενων εγγράφων
uma questão de facto foi mal julgadaένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμένα