Portuguese | Greek |
abandono da defesa | μη άσκηση του δικαιώματος υπερασπίσεως |
abono de chefe de família | επίδομα του αρχηγού της οικογένειας |
abono de separação | αποζημίωση λόγω επαγγελματικής απομάκρυνσης από την οικογένεια |
adaptação das regras processuais | προσαρμογή των κανόνων διαδικασίας |
adaptação de decisões em matéria de obrigação alimentar | προσαρμογή δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφής |
administração da herança | διαχείριση της περιουσίας θανόντος |
administração das minas | διοίκηση των μεταλλείων |
administração das minas | διεύθυνση των μεταλλείων |
administração das provas | αποδεικτική διαδικασία |
administração de bens | διαχείριση της περιουσίας |
administração de bens | διαχείριση της ιδιοκτησίας |
Administração de origem | Γραφείο προέλευσης |
administração de telecomunicações | οργανισμοί τηλεπικοινωνιών |
Administração Nacional de Direitos de Autor da China | Εθνικός Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας της Κίνας |
advogado autorizado a exercer a advocacia nos tribunais de um Estado-Membro | δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους |
advogado geral do Tribunal de Justiça | γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου |
advogado habilitado a exercer no território de um Estado-Membro | δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους |
alegações de infração ou de má administração na aplicação do direito comunitário | καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου |
ameaça de violação da intimidade da vida privada | διείσδυση στην ιδιωτικότητα |
ameaça de violação da intimidade da vida privada | παραβίαση ιδιωτικότητας |
ameaça de violação da intimidade da vida privada | καταπάτηση του απορρήτου της ιδιωτικής ζωής |
ameaça de violência | απειλή για βία |
analisar alegações de infração ou de má administração | εξετάζω καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης |
aparelho de deteção de perigo | σειρήνα |
aparelho de deteção de perigo | προειδοποιητική συσκευή |
aparelho de proteção | προστατευτική συσκευή |
aparelho de proteção antigás | αναπνευστική συσκευή |
apoio financeiro a médio prazo às balanças de pagamentos | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών |
artista estrangeiro de espectáculos | αλλοδαπός καλλιτέχνης |
Associação da Rede Europeia dos Registos de Testamentos | Ένωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Μητρώων Διαθηκών |
Associação das Academias de Polícia Europeias | Ενωση Ευρωπαϊκών Αστυνομικών Σχολών |
Associação de Advogados Negros | Ένωση Μαύρων Δικηγόρων |
associação de capital-trabalho | συμμετοχή των εργαζομένων στα αποτελέσματα της επιχείρησης |
associação de empresas | ένωση αγροτικών επιχειρήσεων |
associação de facto | σωματείο χωρίς νομική προσωπικότητα |
associação de facto | σωματείο εν τοις πράγμασι |
associação de fim não lucrativo | μη κερδοσκοπικός σύλλογος |
associação de malfeitores | σύσταση συμμορίας |
associação de malfeitores | εγκληματική οργάνωση |
associação de malfeitores | συμμορία |
associação de municípios | κοινοτικός συνεταιρισμός |
associação de municípios | ένωση δήμων και κοινοτήτων |
associação de operários | συντεχνία |
associação de pessoas | σύλλογος φυσικών προσώπων |
associação de solidariedade | οργάνωση αλληλεγγύης |
associação de solidariedade | φιλανθρωπική οργάνωση |
associação de tipo mafioso | σύσταση συμμορίας τύπου μαφίας |
associação de tipo mafioso | συμμορία τύπου μαφίας |
associação de trabalhadores | συντεχνία |
associação de trabalhadores | εργατικός σύλλογος |
associação de trabalhadores | εργατικό σωματείο |
associação de trabalhadores | σωματείο εργατών |
associação de trabalhadores na empresa | συμμετοχή των εργατών στην επιχείρηση |
associação de trabalhadores na empresa | συμμετοχή των εργαζομένων στην επιχείρηση |
associação de utilidade pública | σύλλογος κοινής ωφέλειας |
associação de utilidade pública | σωματείο κοινής ωφέλειας |
associação nacional de juristas especializados | εθνική ένωση ειδικευμένων νομικών |
Associação neerlandesa de notários | Ολλανδικός Συμβολαιογραφικός Σύλλογος |
associação que é titular da marca | οργάνωση δικαιούχος του σήματος |
associação reconhecida de utilidade pública | σωματείο κοινής ωφέλειας |
associação reconhecida de utilidade pública | σύλλογος κοινής ωφέλειας |
Associação Socioprofissional da Polícia | Κοινωνικο-επαγγελματική ΄Ενωση Αστυνομικών |
Associação Socioprofissional de Polícia | Κοινωνικο-επαγγελματική ΄Ενωση Αστυνομικών |
Associação Sócio Profissional da PSP | Κοινωνικο-επαγγελματική ΄Ενωση Αστυνομικών |
atentado a liberdade de impresa | παραβίαση της ελευθερίας του τύπου |
audiência da sessão plenária | συνεδρίαση της ολομέλειας |
ações de formação em matéria de direito | κατάρτιση δικαστών |
ações de incentivo | μέτρα ενθάρρυνσης |
ações de incentivo | δράσεις ενθάρρυνσης |
ações de indemnização por perdas e danos | αγωγή αποζημιώσεως |
Caixa Nacional da Ordem dos Advogados Franceses | Κρατικό Ταμείο των Γαλλικών Δικηγορικών Συλλόγων |
Caixa Nacional de Previdência e Assistência dos Advogados e Solicitadores | Εθνικό Γραφείο Προνοίας και Αρωγής των Δικολάβων και Δικηγόρων |
caixa regional do seguro de doença | περιφερειακό ταμείo ασφάλισης ασθεvείας |
cancelar o registo da marca | διαγράφω το σήμα από το μητρώο |
caráter direto da instrução | αποδεικτική διαδικασία |
caráter duradouro da convergência alcançada pelo Estado-Membro | διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος |
caráter unitário da marca comunitária | ενιαίος χαρακτήρας του κοινοτικού σήματος |
carência de visto | υποχρέωση θεώρησης |
casa de morada da família | συζυγική κατοικία |
casa de morada da família | συζυγική εστία |
causa de despedimento | λόγος απόλυσης |
causa de exclusão | λόγος αποκλεισμού |
causa de extinção | λόγος έκπτωσης |
causa de nulidade absoluta | απόλυτος λόγος ακυρότητας |
causa de nulidade absoluta | λόγος ακυρότητας |
causa de nulidade relativa | σχετικός λόγος ακυρότητας |
causas da falência | οι λόγοι πτωχεύσεως |
cautela de ações | αποδεικτικό κυριότητας μετοχής |
chamamento de garante à ação | αγωγή εγγυήσεως |
chefe de contencioso | διευθυντής της νομικής υπηρεσίας μιας επιχείρησης |
chefe de equipa | αρχηγός μιας ομάδας ανθρακωρύχων |
chefe de equipa | υπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία |
chefe de equipa | αρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου |
chefe de equipa | ο επί κεφαλής μιας ομάδας ανθρακωρύχων |
chefe de equipa | αρχηγός μιας ομάδας |
chefe de equipa | ο επι κεφαλής μιας ομάδας οικοδόμων |
chefe de estado | αρχηγός του Κράτους |
chefe de Estado-Maior | αρχηγός του γενικού επιτελείου |
chefe de planeamento | προϊστάμενος της υπηρεσίας που καθορίζει τις συναντήσεις |
chefe de posto consular | αρχηγός της προξενικής αρχής |
chefe de serviço | προϊστάμενος υπηρεσίας |
chefe de serviço | προϊστάμενος δημόσιας υπηρεσίας |
classe de tratamento | μισθολογική κλίμακα |
classe de tratamento | κατηγορία αμοιβής |
classes de sucessíveis | τάξεις κληρονομικής διαδοχής |
classes de sucessíveis | διαδοχή τάξεων |
classificação das informações | διαβάθμιση δεδομένων |
classificação das profissões | κατάλογος επαγγελμάτων |
coeficiente de intensidade luminosa | συντελεστής φωτεινής εντάσεως |
coeficiente de segurança parcial | συντελεστής μερικής ασφάλειας |
cometimento da infração | τέλεση των εγκλημάτων |
começo da licença | έναρξη της άδειας |
compensar as despesas por razões de equidade | συμψηφίζω τη δικαστική δαπάνη εφόσον αυτό υπαγορεύει η επιείκεια |
competente em termos de direito comum | αρμόδιος κοινού δικαίου |
composição das secções | σύνθεση των τμημάτων |
composição do cabaz de moedas do ECU | νομισματική σύνθεση του καλαθιού του Ecu |
conclusão de um acordo | σύναψη συμφωνίας |
conclusão de um contrato | σύναψη μιας σύμβασης |
conclusão de um contrato | κατάρτιση μιας σύμβασης |
conclusão de um Tratado | συνομολόγηση συνθηκών; σύναψη συνθηκών |
conclusão de uma convenção coletiva | κατάρτιση μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας |
conjunto de orientações | σύνολο προσανατολισμών |
conjunto único de regras | ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων |
construção de bairros operários | ανέγερση εργατικών κατοικιών |
construção de habitação social | ανέγερση εργατικών κατοικιών |
continuidade da residência | συνέχεια της παραμονής |
convocatória de assembleia geral de acionistas | διαδικασία αίτησης σύγκλησης συνέλευσης μετόχων |
corredor da morte | πτέρυγα μελλοθανάτων |
cotitular da marca | συνδικαιούχος του σήματος |
deber de assistência | καθήκον αρωγής |
decisões do Tribunal de Primeira Instância que ponham termo à instância | οριστικές αποφάσεις του Πρωτοδικείου |
decisões do Tribunal de Primeira Instância que resolvam parcialmente o litígio quanto ao mérito | αποφάσεις του Πρωτοδικείου που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία |
decisões que impliquem obrigação de entrega | αποφάσεις που συνεπάγονται υποχρέωση παραδόσεως |
dedutibilidade das contribuições pagas a caixas de reforma estrangeiras | έκπτωση των εισφορών που καταβάλλονται σε αλλοδαπά ταμεία συντάξεων |
definir as funções respetivas da Comissão e do Tribunal de Justiça | οριοθετούν τα καθήκοντα της Eπιτροπής και του Δικαστηρίου |
deliberando de acordo com o procedimento previsto na artigo 189° B | αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 189Β |
descrição das constatações | κατάσταση διαπιστώσεων |
descrição de processo de fabrico | περιγραφή μιας διαδικασίας κατασκευής |
descrição oficial da variedade | επίσημη περιγραφή της ποικιλίας |
despesas a que a carta rogatória dê lugar | έξοδα της αιτήσεως για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων |
deve tomar-se uma decisão de stay | πρέπει να ληφθεί απόφαση stay |
devedor de alimentos | οφειλέτης διατροφής |
devedor do direito de visita | υπόχρεος παροχής δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας |
dever de assistência | υποχρέωση αρωγής |
dever de assistência | καθήκον αρωγής |
dever de cumprir a sua missão conscienciosamente e com toda imparcialidade | υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα |
dever de cumprir a sua missão em consciência e com toda a imparcialidade | υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα |
dever de discrição | καθήκον της διακριτικότητας |
dever de fundamentar | υποχρέωση αιτιολογήσεως |
dever de fundamentação dos atos | υποχρέωση αιτιολόγησης των πράξεων |
dever de honestidade | καθήκον της εντιμότητας |
dever de proteção diplomática | καθήκον παροχής διπλωματικής προστασίας |
dever de prudência | καθήκον που έχει κάποιος να επιδεικνύει την αρμόζουσα προσοχή |
dever de solicitude | καθήκον αρωγής |
dever de tratamento nacional | υποχρέωση ίσης μεταχείρισης με τους εντόπιους |
dever geral de assistência | γενικό καθήκον αρωγής |
dever oficial de agir com imparcialidade | υπηρεσιακή υποχρέωση του υπαλλήλου να είναι αδέκαστος |
diploma de aplicação | διάταξη εφαρμογής |
diploma de aprendizagem | δίπλωμα μαθήτευσης |
diploma de comerciante | άδεια άσκησης εμπορικής δραστηριότητας |
diploma de comerciante | εμπορική ιδιότητα |
diploma de ensino técnico-profissional | πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας |
diploma de ensino técnico-profissional | δίπλωμα επαγγελματικής εκπαίδευσης |
disponibilidade de meios de subsistência suficientes | απόδειξη επαρκών μέσων διαβίωσης |
disponibilidade de meios de subsistência suficientes | δικαιολόγηση των αναγκαίων για τη συντήρηση οικονομικών μέσων |
e as outras pessoas coletivas de direito público ou privado | και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου |
enriquecimento real da empresa | πραγματική αύξηση της περιουσίας της επιχείρησης |
esta modificação não pode prejudicar a obrigação de... | η τροποποίηση αυτή δεν θίγει την υποχρέωση της... |
estar a cargo de um trabalhador não assalariado | βαρύνει τον εργαζόμενο μη μισθωτό |
estar isento de impostos nacionais | απαλλάσσεται από την επιβολή εσωτερικών φόρων |
estimativa de custo resultante das propostas da Comissão | εκτιμώμενο κόστος των προτάσεων της Επιτροπής |
estimativas de custos resultantes das propostas da Comissão | εκτιμώμενο κόστος των προτάσεων της Επιτροπής |
estratégia de pré-adesão | στρατηγική προένταξης |
exigência de forma | απαίτηση τύπου |
exigência de uma qualificação profissional especial | ύπαρξη ειδικών επαγγελματικών προσόντων |
exigência imperativa de proteção do consumidor | επιτακτική ανάγκη προστασίας του καταναλωτή |
exigências em matéria de bem-estar dos animais | επιταγές της προστασίας των ζώων |
existência de caso fortuito ou de "força maior" | ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας |
exploração abusiva de uma posição dominante | κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης |
exploração abusiva de uma posição dominante | καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως |
exploração dos equipamentos de transporte | εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορών |
facto cometido antes da entrega | πράξη που τελέσθηκε πριν από την παράδοση |
facto de contrafação | πράξη παραποίησης |
facto de contrafação | πράξη απομίμησης |
facto determinante da extradição | πράξη για την οποία χωρεί έκδοση |
factor de proporcionalidade | παράγων αναλογικότητας |
factor de transmissão | βαθμός διεισδυτικότητας |
factos sujeitos a prova a pedido das partes | διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων |
faculdade de compreensão | ικανότητα κατανόησης |
faculdade de discernimento | ικανότητα κρίσης |
faculdade de escolha da língua do processo | ευχέρεια επιλογής της γλώσσας διαδικασίας |
falha de corrente elétrica | διακοπή ρεύματος |
falsa declaração de perito | ψευδής ένορκη δήλωση πραγματογνώμονα |
falsa declaração relativamente ao país ou ao local de origem | ψευδής δήλωση σχετικά με τη χώρα ή τον τόπο καταγωγής |
falta de acesso | άρνηση πρόσβασης |
falta de comparência | ερημοδικία |
falta de cumprimento | υπερημερία |
falta de cumprimento | μη εκπλήρωση |
falta de declaração após requerimento formal | μη υποβολή φορολογικής δηλώσεως μετά από σχετική πρόσκληση |
falta de fundamentação | έλλειψη νομικού ερείσματος |
falta de fundamentação | έλλειψη αιτιολογίας |
falta de herdeiros | ξενοκληρία |
falta de herdeiros | αποκληρία |
falta de herdeiros | έλλειψη φυσικών κληρονόμων |
falta de prestação | μη καταβολή παροχής |
falta de pré-aviso | άτακτη καταγγελία |
falta de publicação | παράλειψη δημοσιεύσεως |
falta de resposta fundamentada | έλλειψη αιτιολογημένης απάντησης |
falta de transparência com efeito penalizador | έλλειψη διαφάνειας που μπορεί να δημιουργήσει μειονεκτήματα |
falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factos | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα |
falta de uso da marca | μη χρήση του σήματος |
fator de conexão | συνδετικός παράγοντας |
fator de fragmentação | παράγοντας του κατακερματισμού |
fator gerador de crime | εγκληματογόνος παράγοντας |
fator objetivo de direito | αντικειμενικό νομικό στοιχείο |
ficha de identificação | περιγραφικό δελτίο' δελτίο αναγνώρισης |
ficha de impacte | έντυπος αξιολόγησης |
fim de contrato | λήξη της σύμβασης |
fim do contrato de franquia | λήξη της σύμβασης ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
fiscalização da eleição | έλεγχος της εκλογικής διαδικασίας |
fiscalização da legalidade dos atos da Comissão | έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων της Επιτροπής |
fiscalização da legalidade dos atos do Conselho | έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων του Συμβουλίου |
fixação concertada de honorários | από κοινού καθορισμός των αμοιβών |
fixação das despesas | προσδιορισμός των δικαστικών εξόδων |
fixação das despesas recuperáveis | προσδιορισμός των αποδοτέων δικαστικών εξόδων |
fixação de preços predatórios | εξοντωτική τιμολόγηση |
fixação irrevogável das taxas de câmbio | αμετάκλητος καθορισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών |
fixação irrevogável das taxas de câmbio | αμετάκλητος καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών |
flexibilizar as condições de extradição | απλοποίηση των προϋποθέσεων έκδοσης |
forma de criminalidade internacional | διεθνώς οργανωμένη εγκληματικότητα |
forma de criminalidade internacional | διεθνής εγκληματικότητα |
forma de tributação das empresas | μορφή φορολογίας των επιχειρήσεων |
forma jurídica de empresa | νομική μορφή της επιχείρησης |
formalidades de publicidade das sociedades | διατυπώσεις συστάσεως της εταιρείας |
formalidades de registo dos estrangeiros | διατυπώσεις εγγραφής στα μητρώα αλλοδαπών |
formato de transmissão da comunicação intercetada | σχήμα για τη διαβίβαση των παρακολουθουμένων τηλεπικοινωνιών |
formação de aprendizes | μόρφωση των μαθητευομένων |
formação de aprendizes | εκπαίδευση των μαθητευομένων |
Fundação Europeia para a Liberdade de Expressão | Ευρωπαϊκό ΄Ιδρυμα για την Ελευθερία της ΄Εκφρασης |
fundo de pensões privado autorizado | συμβεβλημένο ιδιωτικό ασφαλιστικό Ταμείο |
Fundo Europeu de Orientação da Pesca | Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιευτικού Προσανατολισμού |
Fundo Nacional de Reforma dos Operários Mineiros | Εθνικό Ταμείο Συντάξεως Εργατών Ορυχείων |
fusão e aquisição de empresas | συγχώνευση και εξαγορά επιχειρήσεων |
gravidade da infração | σοβαρότητα της παράβασης |
guardiã da ordem jurídica comunitária | θεματοφύλακας της κοινοτικής έννομης τάξης |
implementação do Estado de bandeira | εφαρμογή υποχρεώσεων από αρχές σημαίας πλοίων |
incisão de segurança | εντομή |
incompetência do Tribunal de Primeira Instância como fundamento de recurso | αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου ως λόγος ακυρώσεως |
indignidade de uma testemunha ou perito | ανεπιτηδειότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
inspector de navios | επιθεωρητής πλοίου |
inspetor de dados | ελεγκτής τράπεζας δεδομένων |
instituição autónoma encarregada de administrar os direitos de autor | ανεξάρτητος οργανισμός διαχείρισης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας |
instituição de auditoria | ελεγκτικός οργανισμός |
instituição de controlo nacional | Εθνικό ΄Ιδρυμα Ελέγχου |
instituição de crédito de capitais públicos | πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στο Δημόσιο |
instituição de crédito privada | ιδιωτικό πιστωτικό ίδρυμα |
instituição do Tribunal de Justiça | ίδρυση του Δικαστηρίου |
instituição provisória de governo autónomo | προσωρινός φορέας αυτοδιοίκησης |
instituição sem fins lucrativos prestadora de serviços | μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργανισμός παροχής υπηρεσιών |
instituições das Comunidades | θεσμικά όργανα των Κοινοτήτων |
Instituições ou organismos da Comunidade | κοινοτικά όργανα και οργανισμοί |
instruções da Mesa | οδηγίες του Προεδρείου |
instruções de segurança | διάταξη ενός κανονισμού ασφάλειας της εργασίας |
intenção de induzir em erro | πρόθεση παραπλάνησης |
intervir no jugalmento de determinada causa | εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως |
intervir no julgamento de determinada causa | μετέχω στην εκδίκαση μιας υποθέσεως |
intervir no julgamento de determinado processo | μετέχω στην εκδίκαση μιας υποθέσεως |
intervir no julgamento de determinado processo | εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως |
juízo de instrução | Τμήμα Προδικασίας |
leis sobre o exercício da atividade de seguros privados | κωδικοποιημένος νόμος για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις |
levantar a imunidade de jurisdição | αίρω την ετεροδικία |
material de pornografia infantil | πορνογραφικό υλικό στο οποίο εικονίζονται παιδιά |
material de vias | σιδηροδρομικό υλικό |
matéria da competência do Instituto | θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γραφείου |
matéria de direito | νομικό θέμα |
matéria de direito | νομικό στοιχείο |
matéria de direito | νομικό ζήτημα |
matéria de direito | νομική κρίση |
matéria de direito | ζήτημα ερμηνείας δικαίου |
matéria de facto | πραγματικό ζήτημα' πραγματικό στοιχείο |
menção da reinstituição do direito | μνεία αποκατάστασης του δικαιώματος |
menção de reserva | ρήτρα επιφύλαξης |
menção de reserva | επιφύλαξη |
menção à margem das decisões | σημείωση στο περιθώριο των αποφάσεων |
Ministro da Justiça | Υπουργός Δικαιοσύνης |
modo de aquisição da marca comunitária | τρόπος κτήσεως του κοινοτικού σήματος |
modo de constituição principal | κύριος τρόπος σύστασης |
motiva de recusa | λόγος εξαίρεσης |
motivo absoluto de recusa | απόλυτος λόγος απαραδέκτου |
motivo da recusa de uma marca | λόγος απόρριψης ενός σήματος |
motivo de não recebimento | αίτιο μη παραδοχής |
motivo de não recebimento | αίτιο του μη παραδεκτού |
motivo de recusa de reconhecimento | λόγος αρνήσεως της αναγνωρίσεως της αλλοδαπής αποφάσεως |
motivo de recuso do registo | λόγος απόρριψης της καταχώρησης |
motivo relativo de recusa | σχετικός λόγος απαραδέκτου |
motivo relativo de recusa do registo | σχετικός λόγος απαραδέκτου της καταχώρησης |
motivos de urgência | λόγοι επείγουσας ανάγκης |
multa de empresa | πρόστιμο |
má fé do titular da marca | κακή πίστη του δικαιούχου του σήματος |
mão de obra | εργασία |
mão de obra especializada | ειδικευμένο εργατικό δυναμικό |
necessidades em matéria de segurança | ανάγκες διασφάλισης |
necessidades em matéria de segurança | γενικά έξοδα για διασφάλιση |
no caso de a carga chegar ao seu destino sem qualquer danificação | σε περίπτωση αφίξεως στον τόπο προορισμού χωρίς ζημία του φορτίου |
no caso de serem vários os requerentes | αν περισσότερα του ενός πρόσωπα καταθέσουν αίτηση |
no domínio de | στον τομέα του/της |
no exercício das suas atribuições | κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του |
no interesse de uma boa administração da justiça | για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης |
no momento da notificação do pedido | κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής |
no máximo, os três Estados-Membros com melhores resultados em termos de estabilidade dos preços | τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών |
no âmbito de aplicação do Tratado | εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης |
no âmbito de um programa comum | στο πλαίσιο κοινού προγράμματος |
o acórdão do Tribunal de Justiça | η απόφαση του Δικαστηρίου |
o BCE definirá princípios gerais para as operações de open market e de crédito | η ΕΚΤ καθορίζει τις γενικές αρχές για πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες |
o BCE goza da mais ampla capacidade jurídica reconhecida às pessoas coletivas pelas legislações nacionais | η ΕΚΤ έχει την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από την εθνική νομοθεσία |
o caráter executório provisório de uma decisão | προσωρινή εκτελεστότητα αποφάσεως |
o Comité de Conciliação aprova um projeto comum | η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιο |
o decurso de prazos não terá qualquer efeito jurídico prejudicial | απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιταχθεί |
o direito do trabalho e as condições de trabalho | το εργατικό δίκαιο και οι όροι εργασίας |
o juiz pronuncia a dissolução de uma sociedade | το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας |
o mandato tem a duração de quatro anos e é renovável | η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί |
o mecanismo de interpretação prejudicial | μηχανισμός προδικαστικής ερμηνείας |
o montante das custas ou a determinação da parte a quem cabe o respetivo pagamento | καταλογισμός και ύψος της δικαστικής δαπάνης |
o montante das despesas ou a determinação da parte a quem cabe o respetivo pagamento | καταλογισμός και ύψος της δικαστικής δαπάνης |
o presidente assegura a boa ordem da audiência | ο πρόεδρος φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο |
o processo de oposição seja considerado como tendo sido concluído | η ανακοπή λογίζεται ως εκδικασθείσα |
o reconhecimento mútuo das sociedades na aceção do artigo 58.º | η αμοιβαία αναγνώριση των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58 |
o reconhecimento recíproco das decisões arbitrais | η αμοιβαία αναγνώριση των διαιτητικών αποφάσεων |
o recurso perante o Tribunal de Justiça não tem efeito suspensivo | η προσφυγή στο Δικαστήριο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα |
o reembolso de certas prestações inerentes à noção de serviço público | η αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
o regime da propriedade nos Estados-membros | το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη |
o regime de certos bens em segunda mão | καθεστώς ορισμένων μεταχειρισμένων αντικειμένων |
o regime dos objetos de arte, objetos de coleção e antiguidades | καθεστώς αντικειμένων τέχνης,αρχαιολογικών αντικειμένων και αντικειμένων για συλλογές |
o requerente não tenha agido de boa-fé | καταθέτης κακής πίστεως |
o Tribunal de Justiça decide sobre questões prejudiciais que lhe sejam submetidas | το Δικαστήριο αποφασίζει επί προδικαστικών ζητημάτων που του παραπέμπονται |
o Tribunal de Justiça decide à porta fechada | το Δικαστήριο αποφασίζει κεκλεισμένων των θυρών |
o Tribunal de Justiça estabelecerá o seu regulamento processual | το Δικαστήριο θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας του |
o Tribunal de Justiça pode demitir | το Δικαστήριο απαλλάσσει από τα καθήκοντά του |
o Tribunal de Justiça reúne-se em sessão plenária | το Δικαστήριο συνεδριάζει εν ολομελεία |
o Tribunal de Justiça será completado pela nomeação de quatro juízes | το Δικαστήριο συμπληρώνεται με το διορισμό τεσσάρων δικαστών |
o Tribunal de Justiça é competente para decidir com fundamento em cláusula compromissória | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας |
o Tribunal de Justiça é competente para decidir,a título prejudicial | το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις |
o âmbito da licença | η έκταση της αδείας |
os acórdãos do Tribunal de Justiça têm força executiva | οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι εκτελεστές |
os direitos e obrigações decorrentes de convenções | τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις |
os Estados independentes resultantes da antiga União Soviética | τα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής'Ενωσης |
os Estados independentes resultantes da dissolução da União Soviética | τα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής'Ενωσης |
os fundamentos da Comunidade | οι βάσεις της Kοινότητος |
os fundamentos de uma sentença | νομική ανάλυση μιας υπόθεσης |
os juízes gozam de imunidade de jurisdição | οι δικαστές απολαύουν ετεροδικίας |
os poderes de ação necessários para o efeito | οι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες |
os poderes e competências das instituições das Comunidades | οι εξουσίες και αρμοδιότητες των οργάνων των κοινοτήτων |
os prazos para introdução de recursos só começam a correr a partir desta data | οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείο |
os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | εμπορικές δραστηριότητες |
os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
parecer de caráter consultivo do ponto de vista jurídico | γνωμοδότηση συμβουλευτικού από νομική άποψη χαρακτήρα |
parecer negativo do Tribunal de Justiça | αρνητική γνωμοδότηση του Δικαστηρίου |
parecer negativo do Tribunal de Justiça | αρνητική γνώμη του Δικαστηρίου |
patrulha de autodefesa | απόσπασμα αυτοάμυνας |
perfil de segurança | βαθμός διασφάλισης |
perfil de segurança | μορφή διασφάλισης |
pirataria de um registo fonográfico | πειρατεία φωνογραφικής εγγραφής |
preencher as condições necessárias para a adoção de uma moeda única | πληρώ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος |
proibir a partilha das comissões sobre as vendas | απαγορεύεται να μοιράζονται τις προμήθειες επί των πωλήσεων |
proibir o uso de uma marca nacional | απαγόρευση της χρήσης ενός εθνικού σήματος |
pré-aviso de despedimento | προμήνυση λύσης της σύμβασης εργασίας |
pré-aviso de despedimento | προειδοποίηση καταγγελίας |
quarto de reserva | επιφανειακή αποταμίευσις |
quarto de reserva | διατήρηση σπερμοφυούς μορφής σε τμήμα του δάσους |
reapreciação pelo Tribunal de Justiça | έλεγχος του Δικαστηρίου |
recolha de provas | ανακριτική πράξη |
recolha, organização e divulgação de estatísticas | συλλογή, επεξεργασία και διανομή στατιστικών στοιχείων |
recorrer ao Tribunal de Justiça | ασκώ προσφυγή στο Δικαστήριο |
recorrer ao Tribunal de Justiça para que declare verificada tal violação | ασκούν προσφυγή στο Δικαστήριο και ζητούν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής |
recorrer de sentença | ασκώ έφεση |
recorrer diretamente ao Tribunal de Justiça | προσφεύγει απ'ευθείας στο Δικαστήριο |
redução da cotização | μείωση της εισφοράς |
redução da multa de montante desproporcionado relativamente aos rendimentos que aufere | μείωση της δυσανάλογης προς τα εισοδήματα χρηματικής κυρώσεως |
redução das diferenças de taxas | σύμπτυξη των αποκλίσεων των συντελεστών φορολογίας |
redução de efetivos | μείωση προσωπικού |
redução de horário | μείωση του χρόνου εργασίας |
redução de horário | μείωση της διάρκειας εργασίας |
redução de pessoal | μείωση προσωπικού |
redução dos direitos de transmissão | μετριασμός των φόρων μεταβίβασης |
remissão da dívida | απόσβεση χρεών |
remissão da renda | μετατροπή της προσόδου σε κεφάλαιο |
Repertório da Legislação Comunitária em Vigor e de Outros Actos das Instituições Comunitárias | ευρετήριο της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας |
repertório de competências, técnicas e conhecimentos específicos em matéria de luta contra o terrorismo | ευρετήριο ειδικών αντιτρομοκρατικών δεξιοτήτων,ικανοτήτων και γνώσεων |
repúdio da herança | αποποίηση της κληρονομίας |
rescindir o contrato de trabalho | αποχωρώ |
rescindir o contrato de trabalho | παραιτούμαι |
residência da parte | κατοικία του διαδίκου |
residência de duração ilimitada | διαμονή αόριστης διάρκειας |
residência de longa duração | καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος |
respeito da imagem da marca | διαφύλαξη της εμπορικής φήμης |
respeito da imagem da marca | διαφύλαξη της εμπορικής ταυτότητας |
respeito da ordem pública | σεβασμός της δημοσίας τάξεως |
respeito da vida privada | σεβασμός της ιδιωτικής ζωής |
respeito das garantias processuais | τήρηση της νομιμότητας |
respeito das garantias processuais | ορθή διαδικασία |
retoma a cargo de um requerente de asilo | εκ νέου ανάληψη αιτούντος άσυλο |
revisor oficial de contas | ορκωτός ελεγκτής |
sede das pessoas coletivas | η έδρα των νομικών προσώπων |
sede de exploração | τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας |
sede de exploração | κατοικία |
sede do Tribunal de Primeira Instância junto do Tribunal de Justiça | το Πρωτοδικείο εδρεύει στο Δικαστήριο |
sede estatutária de uma sociedade | καταστατική έδρα μιας εταιρείας |
sessão de abertura das propostas | ανάλυση των προσφορών |
sigilo de correspondência | απόρρητο επιστολών |
sigilo de empresa | επιχειρηματικό μυστικό |
sigilo de empresa | εχεμύθεια καθηκόντων |
sigilo de epistolar | απόρρητο επιστολών |
sigilo de negócio | επιχειρηματικό μυστικό |
sigilo de negócio | επιχειρησιακό απόρρητο |
sigilo de negócio | εχεμύθεια καθηκόντων |
Sistema Alargado de Execução Descentralizada | Σύστημα Διευρυμένης Αποκεντρωμένης Υλοποίησης |
Sistema Automatizado de Controlo da Aplicação das Directivas | Ελεγχος εφαρμογής Οδηγιών |
sistema da reciprocidade | σύστημα της αμοιβαιότητας |
sistema de caráter não obrigatório | διάρθρωση σε εθελοντική βάση |
sistema de compensação do ECU | σύστημα συμψηφισμού σε Ecu |
sistema de concessões de direito público | σύστημα παραχώρησης άδειας δημοσίου δικαίου |
sistema de controlo jurisdicional | σύστημα δικαιοδοτικού ελέγχου |
sistema de depósito de pedidos de marcas | σύστημα κατάθεσης των αιτήσεων σήματος |
sistema de entrega entre autoridades judiciárias | σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών |
sistema de exceção legal | σύστημα εκ του νόμου εξαίρεσης |
Sistema de Gestão de Processos | σύστημα διαχείρισης υποθέσεων |
sistema de impostos cumulativos em cascata | σωρευτικό και επαναληπτικό φορολογικό σύστημα |
sistema de indemnização das propostas válidas não selecionadas | σύστημα αποζημίωσης των μη προκρινόμενων έγκυρων προσφορών |
Sistema de Informação de Schengen | Schengen:σύστημα πληροφοριών |
Sistema de Informação de Schengen de Segunda Geração | Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς |
Sistema de Informação Europeu | Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών |
Sistema de Informação Europeu | ευρωπαϊκό σύστημα πληροφόρησης |
Sistema de informação Schengen | σύστημα πληροφοριών Σένγκεν |
sistema de interconexão | σύστημα διασύνδεσης |
sistema de opção relativamente à sujeição ao imposto | επιλεκτικό σύστημα υπαγωγής στο φόρο |
sistema de partido único | μονοκομματισμός |
sistema de patente sem exame | σύστημα ευρεσιτεχνίας χωρίς εξέταση |
sistema de pesos e contrapesos | σύστημα ελέγχων και εξισορροπήσεων |
sistema de pesos e contrapesos | σύστημα ελέγχων και ισορροπιών |
sistema de reconhecimento a nível comunitário | κοινοτική αναγνώριση |
sistema de restrição | σύστημα συγκράτησης |
sistema de restrição | συσκευή για την απόσβεση των κραδασμών |
sistema de retenção | συσκευή για την απόσβεση των κραδασμών |
sistema de retenção | σύστημα συγκράτησης |
sistema de sanções | σύστημα κυρώσεων |
sistema de sanções | ποινικό σύστημα |
sistema eletrónico de gestão de direitos de propriedade inteletual | ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρισης συγγραφικών δικαιωμάτων |
Sistema Europeu de Informação | ευρωπαϊκό σύστημα πληροφόρησης |
Sistema Europeu de Informação | Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών |
Sistema Europeu de Informação sobre Veículos e Cartas de Condução | Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για Οχήματα και άδειες Οδήγησης |
Sistema Europeu de Supervisão Financeira | Ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας |
sistema geral de imposto | γενικό σύστημα φορολογίας |
sistema geral de pagamentos | γενική κατάσταση πληρωμών |
sistema geral de pagamentos dos Estados-membros | γενική κατάσταση πληρωμών των κρατών μελών |
Sistema Interinstitucional de Documentação Automatizada sobre o Direito Comunitário | Διοργανικό σύστημα αυτοματοποιημένης τεκμηρίωσης για την κοινοτική νομοθεσία (Communitatis Europae Lex) |
sistema interinstitucional de documentação automatizada sobre o direito comunitário | διοργανικό σύστημα αυτοματοποιημένης τεκμηρίωσης σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο |
sistema piramidal de distribuição | σύστημα διανομής με μορφή πυραμίδας |
sistemas de compensação e de pagamentos | συστήματα συμψηφισμού και πληρωμών |
sistemas de gestãô e de auditoria interna | συστήματα διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου |
subestabelecimento da autorização | μεταβίβαση εξουσιοδότησης |
sucessão de Estados | διαδοχή κράτους |
suportar as taxas da outra parte | επιβάρυνση των τελών στα οποία έχει υποβληθεί ο άλλος διάδικος |
suspensão da carta de condução | αναστολή της άδειας οδήγησης |
suspensão da execução | αναστολή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων |
suspensão da execução do ato contestado | αναβολή της εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης |
suspensão da execução em aplicação do regime de prova | αναστολή εκτέλεσης επί δοκιμασία |
suspensão da instância | αναστολή των διαδικασιών |
suspensão de pagamentos | παύση πληρωμών |
suspensão de pagamentos | πτωχευτικές εργασίες |
suspensão de pagamentos | διακοπή πληρωμών |
suspensão de uma operação de concentração | αναστολή της πράξης συγκέντρωσης |
suspensão do direito de conduzir | αναστολή του δικαιώματος οδήγησης |
suspensão dos efeitos da decisão anulada | αναστολή των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας απόφασης |
território de comercialização dos produtos | περιοχή πώλησης των προϊόντων |
território de uma parte contratante | επικράτεια συμβαλλόμενου μέρους |
território objeto da licença | περιοχή καλυπτόμενη από την άδεια |
território objeto de licença | περιοχή για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμετάλλευσης |
toda e qualquer discriminação em razão da nacionalidade entre os trabalhadores dos Estados-Membros | κάθε διάκριση μεταξύ των εργαζομένων των Κρατών μελών που βασίζεται στην ιθαγένεια |
toda e qualquer discriminação em razão da nacionalidade entre os trabalhadores dos Estados-Membros | κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών |
todas as obrigações de caráter mobiliário, sejam elas ex lege, ex contractu ou ex delicto | κάθε ενοχή που αφορά κινητά,είτε ex lege,είτε contractu,είτε ex delicto |
traficante de drogas duras | μικροπωλητής σκληρών ναρκωτικών |
tributação separada das filiais | ξεχωριστή φορολόγηση των θυγατρικών |
um defensor de sua escolha | συμβούλιο ιδίας επιλογής |
um Estado que não tenha depositado os seus instrumentos de ratificação ou de adesão | ένα Kράτος που δεν έχει καταθέσει τα έγγραφά του κυρώσεως και προσχωρήσεως |
um pedido geral de que foi dado conhecimento público | γενική πρόσκληση ανακοινουμένη δημοσία |
um retrocesso da legislação comunitária | οπισθοδρόμηση του κοινοτικού δικαίου |
uniformizar o período de proteção | ενοποίηση των όρων της προστασίας |
venda de bilhetes no mercado negro | μαύρη αγορά εισιτηρίων |
venda de cavalos | πώληση αλόγων |
venda seguida de locação | πώληση και εκμίσθωση ακινήτου από τον αγοραστή στον πωλητή |
vigilância de fronteiras | επιτήρηση των συνόρων |
vigilância de fronteiras | επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων |
visita de controlo | ιατρική επίσκεψη |
visita de controlo médico | ιατρική επίσκεψη |
visita de verificação | επιτόπια έρευνα |
visita de verificação | επίσκεψη ελέγχου |
volante de manobra | σταυροειδές βολάν |
volante de manobra | βολάν χειρισμού |