DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing concession | all forms | exact matches only
EnglishGreek
commercial concession contractσύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας
concession award noticeγνωστοποίηση ανάθεσης παραχώρησης
concession bargainingσυλλογικές διαπραγματεύσεις παραχωρήσεων
concession contractσύμβαση παραχώρησης
concession for workingδικαίωμα εξόρυξης
concession lawδίκαιο των παραχωρήσεων
concession noticeπροκήρυξη παραχωρήσεων
forest concessionεκχώρησις δάσους
franchise concessionσυμμετοχή σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας/franchise
grantee of an exclusive sales concessionδικαιούχος αποκλειστικού δικαιώματος πωλήσεως
joint concessionαπό κοινού παραχώρηση
know how concessionπαραχώρηση τεχνογνωσίας
public concessionπαραχώρηση
reserved concessionπαραχώρηση κατ' αποκλειστικότητα
system of public concessionσύστημα παραχώρησης άδειας δημοσίου δικαίου
timber concessionεκχώρησις ξυλείας