DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing chain | all forms | exact matches only
EnglishGreek
chain of peddlersδίκτυο λαθρεμπόρων
chain of peddlersαλυσίδα λαθρεμπόρων
chain of titleσειρά ιδιοκτησίας
chain of titleδιαδοχικοί τίτλοι
chain operation regulationsκανόνες λειτουργίας του δικτύου
chain's general economyγενική οικονομία του δικτύου
chain transaction between taxable personsαλυσιδωτή πράξη πραγματοποιούμενη μεταξύ υποκειμένων στο φόρο
criminal justice chainδικαστική αλυσίδα
franchise chain exclusive product supplyαποκλειστική διάθεση μέσω της αλυσίδας ενοποιημένης διανομής
franchise chain's standing committeeδιαρκής επιτροπή του δικτύου
voluntary chainsομάδα καταστημάτων με ενιαία επωνυμία
voluntary chainsεθελοντικές αλυσίδες
winning over the chainκατάκτηση της εμπιστοσύνης των δικαιοδόχων