DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing basic | all forms | exact matches only
EnglishGreek
basic applicationβασική αίτηση
basic feeβασικό τέλος
Basic LawΒΝ
Basic LawΒασικός Νόμος
basic lawνόμος πλάισιο
basic law on inland transportνόμος για τους προσανατολισμούς της πολιτικής χερσαίων μεταφορών
basic markings expressed in codeβασικές κωδικοποιημένες ενδείξεις
basic markings expressed in fullβασικές ενδείξεις που εκφράζονται σαφώς
basic package dealβασικό πακέτο
basic patentκύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
basic principle of lawβασική νομική αρχή
Basic principles for the treatment of prisonersΒασικές αρχές για τη μεταχείριση των κρατουμένων
basic principles of Union incentive measuresβασικές αρχές για τα μέτρα ενθάρρυνσης της Ένωσης
basic product rangeβασικό μίγμα προϊόντων προς διάθεση
basic provisionουσιαστική διάταξη
basic registrationβασική καταχώρηση
basic stock mixtureβασικό μίγμα προϊόντων προς διάθεση
decision refusing the effects of the basic applicationαπόφαση που αρνείται τα αποτελέσματα της βασικής αιτήσεως
Declaration of Basic Principles of Justice for Victims of Crime and Abuse of PowerΔιακήρυξη για τις βασικές αρχές δικαιοσύνης για τα θύματα της εγκληματικότητας και της κατάχρησης εξουσίας
duties and powers attaching to each basic postκαθήκοντα και αρμοδιότητες που ανάγονται σε κάθε θέση-τύπο
franchise basic packageβασικό πακέτο
ordinary basic or minimum wage or salaryσυνήθης βασικός ή κατώτατος μισθός ή αποδοχές