English | Greek |
abbreviated in a customary manner | συνήθης σύντμηση |
absolute bar to proceeding with a case | απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως |
abstention which constitutes a misuse of powers | παράλειψη που συνιστά κατάχρηση εξουσίας |
abuse of a dominant position | καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως |
abuse of a dominant position | κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης |
access to a right | απόκτηση δικαιώματος |
achieve a stage in attaining freedom of establishment as regards a particular activity | πραγματοποιώ ένα στάδιο της ελευθερίας εγκαταστάσεως σε ορισμένη δραστηριότητα |
acknowledgment of something as a fact | δικαστικό πρακτικό |
to acquire the authority of a final decision | αποκτώ ισχύ δεδικασμένου |
acquisition of a controlling interest | εξαγορά ελέγχουσας συμμετοχής |
acting in accordance with a special legislative procedure | αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία |
acting unanimously in accordance with a special legislative procedure | αποφασίζοντας ομόφωνα σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία |
actions brought by a Member State or by the Council for a declaration that a decision or a recommendation of the High Authority is void | προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από κράτος μέλος ή το Συμβούλιο κατά αποφάσεων και συστάσεων της Ανώτατης Αρχής |
Ad hoc Committee on a People's Europe | επιτροπή ad hoc για μια Ευρώπη των πολιτών |
addressee of a judicial document | παραλήπτης δικαστικού εγγράφου |
administrative centre of a trust | κέντρο διαχειρίσεως του trust |
administrative check which might constitute a violation of human rights | έλεγχος διοικητικής φύσεως που θίγει τα ανθρώπινα δικαιώματα |
Advocates General have a vote | δικαίωμα ψήφου των γενικών εισαγγελέων |
after the expiry of a period | μετά τη λήξη περιόδου |
Agreement between the EFTA States on the establishment of a Surveillance Authority and a Court of Justice | συμφωνία μεταξύ των χωρών ΕΖΕΣ για την σύναψη μιας εποπτεύουσας Αρχής και ενός Δικαστηρίουσυμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
Agreement between the EFTA States on the establishment of a surveillance authority and a Court of Justice | Συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
agreement concerning the assignment of a patent | συμφωνία εκχώρησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
agreement establishing a specific institutional framework by organizing cooperation procedures | συμφωνία που δημιουργεί ειδικό θεσμικό πλαίσιο μέσω της οργάνωσης διαδικασιών συνεργασίας |
Agreement on a Unified Patent Court | Συμφωνία για Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
to allow the parties concerned a reasonable period in which to comply with the decisions | χορηγεί στους ενδιαφερομένους εύλογη προθεσμία προς εκτέλεση των αποφάσεων |
alteration of a registered Community trade mark | τροποποίηση καταχωρημένου κοινοτικού σήματος |
alteration of the representation of a trade mark | αλλαγή της γραφικής παράστασης ενός κοινοτικού σήματος |
amount of a maintenance payment | ύψος διατροφής |
an Agency which has a right of option | Oργανισμός ο οποίος έχει δικαίωμα προαιρέσεως |
annulment of a directive | ακύρωση μιας οδηγίας |
any plan to adopt a national position or take national action pursuant to a joint action | κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης |
appeal against a decision of the Court | αναίρεση που ασκείται κατά απόφασης του Πρωτοδικείου |
appeal brought against a decision of the Court of First Instance | αναίρεση που ασκείται κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου |
appeal brought by a Member State | αναίρεση που ασκείται από κράτος μέλος |
appeal court sitting as a tribunal of first instance | Εφετείο που δικάζει σε πρώτο βαθμό |
to appeal from a judgement | ασκώ έφεση |
appeal on a point of law | προσφυγή επί νομικού ζητήματος |
applicant for a Community trade mark | καταθέτης κοινοτικού σήματος |
applicant for a patent | πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
application for a Community right | αίτηση για την παροχή κοινοτικού δικαιώματος |
application for a Community trade mark as an object of property | η αίτηση του κοινοτικού σήματος ως αντικείμενο κυριότητας |
application for a composition | αίτηση για συμβιβασμό |
application for a composition | αίτηση για διακανονισμό |
application for a compulsory exploitation right | αίτηση για δικαίωμα αναγκαστικής εκμετάλλευσης |
application for a permit | αίτηση άδειας |
application for a preliminary ruling | προδικαστική υπόθεση |
application for a preventive injunction | προληπτική ενέργεια |
application for invalidation of the effects of a registration | αίτηση ακυρώσεως των αποτελεσμάτων μιας καταχώρησης |
application for registration of a partial transfer | αίτηση για καταχώρηση μερικής μεταβίβασης |
application for registration of a utility model | αίτηση για υπόδειγμα χρησιμότητας |
application for revocation or for a declaration of invalidity | αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας |
application of a kind referred to Article 81 Euratom Treaty | αίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚΑΕ |
application to join proceedings as a civil party | παρίσταμαι ως πολιτική αγωγή |
application to set aside a judgment by default | ανακοπή ερημοδικίας |
application to set aside a judgment by default | ανακοπή κατά της ερήμην αποφάσεως |
appoint a lawyer of its own motion | αυτεπάγγελτος διορισμός δικηγόρου |
to appoint a representative ad litem in the jurisdiction of the court applied to | ορίζω αντιπρόσωπο ad litem στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως |
appointing a representative as common representative | διορισμός αντικλήτου |
appointment of a common representative | διορισμός κοινού αντιπροσώπου |
appointment of a representative | ορισμός πληρεξουσίου |
as a delaying tactic | ως παρελκυστική τακτική |
as a gift | εκ χαριστικής αιτίας; χωρίς αντιπαροχή |
as a matter of cause | αυτοδίκαια |
as a means of settlement | ως μέσο διακανονισμών |
assign to Chambers any reference for a preliminary ruling | αναθέτω στα τμήματα τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων |
to be a party to legal proceedings | παρίσταμαι ενώπιον δικαστηρίου |
to be a party to legal proceedings | είμαι διάδικος |
be a party to legal proceedings | είμαι διάδικος |
to be able to obtain a Community trade mark | δικαίωμα απόκτησης κοινοτικών σημάτων |
be assisted in one's defence by a person of one's own choice, to | παρίσταμαι με συνήγορο της εκλογής μου |
to be dependent on a self-employed person | βαρύνει τον εργαζόμενο μη μισθωτό |
be deprived of one's right to a pension | έκπτωση από το δικαίωμα της συνταξιοδότησης |
be in possession of a visa | διαθέτω θεώρηση |
to be joined as a party | παρεμβαίνω στη δίκη |
to be sued otherwise than in the courts of a State 3 of the Convention of 27.9.1968 provides that a defendant may be sued otherwise than in the courts of the State where he is domiciled only in the cases expressly provided for in the Convention | ενάγομαι στα δικαστήρια ενός κράτους |
become a party to the treaty | συμμετέχω στη συνθήκη |
beneficiary of a fidei-commissum or trust | δικαιούχος καταπιστεύματος |
beneficiary of a trust by will | δικαιούχος καταπιστεύματος |
borrowing granted in the form of a direct loan | δανεισμός με τη μορφή άμεσων δανείων |
breach of the principle of the right to a fair hearing | παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως |
burglary of a chemist's shop | διάρρηξη φαρμακείου |
burglary of a pharmacy | διάρρηξη φαρμακείου |
capacity of a State | ικανότητα ενός κράτους |
capacity of a union to appear in court | ικανότητα σωματείου ως διαδίκου |
capacity to be made a defendant | παθητική νομιμοποίηση |
capacity to make a disposition of property upon death | ικανότητα σύνταξης διάταξης τελευταίας βούλησης |
case referred for a preliminary ruling | προδικαστική υπόθεση |
certificate for a Community plant variety right | βεβαίωση περί κοινοτικού δικαιώματος επί φυτικής ποικιλίας |
certificate of conformity to a particular type | πιστοποιητικό πιστότητας προς τον ίδιο τύπο |
challenge before a higher jurisdiction | προσφυγή σε ανώτερο δικαστήριο |
change in the composition of a partnership | αλλαγή εταίρου προσωπικής εταιρείας |
change in the ownership of a registration | αλλαγή δικαιούχου της καταχωρήσεως |
changed facts judgment by a second court, in order to vary that of the first court, would have to be based on changed facts | νέο περιστατικό |
characteristic of a vehicle | χαρακτηριστικό του οχήματος |
to charge as security in favour of a third party | σύσταση ενεχύρου υπέρ τρίτου |
Charter of Paris for a New Europe | Χάρτης του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη |
Charter of Paris for a New Europe | Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη |
circumstances in which a Directive may be relied on | δυνατότητα επίκλησης οδηγίας |
claiming a right of priority | διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας |
claiming the seniority of a national trade mark | διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού σήματος |
to close a case | περατώνω υπόθεση |
to close a case | θέτω στο αρχείο |
communication of information in a file | ανακοίνωση πληροφοριών που περιέχει ο φάκελος |
company listed on a stock exchange | εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο |
company located in a development area | εταιρεία εγκατεστημένη σε ζώνη ανάπτυξης |
compensation for damage caused by a Community institution | αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από κοινοτικό όργανο |
to compile a list of bodies approved as experts | καταρτίζει κατάλογο των προσώπων ή οργανισμών που προκρίνονται ως πραγματογνώμονες |
confederation to commit a crime | συμμορία |
confederation to commit a crime | σύσταση συμμορίας |
confinement for a period | πρόσκαιρη κάθειρξη |
to continue the suspension of a concentration | παρατείνω την αναστολή μιας συγκέντρωσης |
Convention for the drawing up of a draft Charter of Fundamental Rights of the European Union | Συνέλευση για την εκπόνηση του σχεδίου Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
conversion into a national trade mark application | μετατροπή σε αίτηση εθνικού σήματος |
conversion of a notification | μετατροπή της κοινοποίησης |
conversion of a sole proprietorship into a company | μετατροπή μιας ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία |
copyrighting of a book by depositing duty copies | νόμιμη κατάθεση βιβλίου |
corruption of a database | αλλοίωση βάσης δεδομένων |
corruption of a representative of a State | δωροδοκία αντιπροσώπου κράτους |
to create the basis for a broader and deeper community | θεμελιώνουν τις πρώτες βάσεις μιας ευρύτερης και βαθύτερης κοινότητος |
creation of a right in rem | σύσταση εμπράγματου δικαιώματος |
creation of a single currency | δημιουργία ενιαίου νομίσματος |
crime linked to the exercise of a public duty | έγκλημα που συνδέεται με την άσκηση καθηκόντων στο δημόσιο τομέα |
criminal proceedings instituted against a Judge | ποινική δίωξη κατά δικαστή |
customs duty of a fiscal nature | τελωνειακός δασμός ταμιευτικού χαρακτήρα |
to deal with a case | εκδικάζω μια υπόθεση |
dealing with a Community trade mark as a national trade mark | εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα |
declaration of generally binding nature of a collective agreement | κήρυξη ως γενικά υποχρεωτικής μιας συλλογικής σύμβασης |
Declaration on the establishment of a policy planning and early warning unit | Δήλωση αριθ. 6 για την Ίδρυση Μονάδας Σχεδιασμού Πολιτικής και Έγκαιρης Προειδοποίησης |
deferment of a case on joint application | ζητείται από κοινού η αναβολή της συζητήσεως μιας υποθέσεως |
deferment of a case on joint application by the parties | αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων |
deferral of delivery of a sentence | αναστολή επιβολής της ποινής |
delegates who can vote in a parliamentary assembly | ελέκτορες κοινοβουλευτικής συνέλευσης |
deliver a decision or order in open court | ανάγνωση της αποφάσεως ή διατάξεως σε δημόσια συνεδρίαση |
delivery via a forwarding agent | παράδοση που πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση μεταφορέα |
depositing of a sample instrument | κατάθεση του πρότυπου οργάνου |
Judge deprived of his right to a pension | εκπίπτω του δικαιώματος προς συνταξιοδότηση |
directive not transposed into a national law | οδηγία που δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο |
Directive on a common regulatory framework for electronic communications networks and services | οδηγία σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών |
director with a majority investment | διευθυντής έχων την πλειοψηφία των μετοχών |
director with a majority shareholding | διευθυντής έχων την πλειοψηφία των μετοχών |
director with a minority investment | διευθυντής έχων τη μειοψηφία των μετοχών |
director with a minority shareholding | διευθυντής έχων τη μειοψηφία των μετοχών |
discovery of a fact which is of such a nature as to be a decisive factor, and which was unknown to the Court | καθίσταται γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο |
to dispose of the assets of a company | ρευστοποιώ το ενεργητικό εταιρείας |
disputes between a shipmaster and crew members | διαφορές μεταξύ πλοιάρχου και μελών του πληρώματος |
disqualified from making a contract | δικαιοπρακτική ανικανότητα |
dissolution of a company not involving the courts | μη δικαστική λύση εταιρείας |
dissolution of a matrimonial relationship | λύση του καθεστώτος που διέπει τις γαμικές σχέσεις |
document signed by a person in his/her private capacity | ιδιωτικό έγγραφο |
Draft Convention setting up a European Information System | Σχέδιο Σύμβασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης |
to drop a case | βάζω στο αρχείο |
duty to carry out a task conscientiously and impartially | υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα |
duty to have a regard to interests | καθήκον αρωγής |
each Government shall have a right of veto | κάθε κυβέρνηση έχει δικαίωμα αρνησικυρίας |
earlier mark having a reputation | προγενέστερο σήμα που χαίρει φήμης |
EEC type-approval of a vehicle | έγκριση ΕΟΚ για έναν τύπο οχήματος |
effects vis-a-vis third parties | το αντιτάξιμο έναντι των τρίτων |
effects vis-a-vis third parties | αποτελέσματα έναντι τρίτων |
effects vis-à-vis third parties | αποτελέσματα έναντι τρίτων |
emergence of a norm | εμφάνιση κανόνα |
employee of a legal person | υπάλληλος νομικού προσώπου |
employment of a foreign national not entitled to work | πρόσληψη αλλοδαπού χωρίς άδεια διαμονής για εργασία |
to enforce the right vis-à-vis a third party | αξιοποιώ το δικαίωμα που προκύπτει έναντι τρίτου |
enforceability of a judgment | εκτελεστότητα αποφάσεως |
enforceable judgment even if there is still a right to appeal | εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα |
enforcement is being carried out in a regular manner | η κανονικότης των εκτελεστικών μέτρων |
enforcement of a judgment | εκτέλεση απόφασης |
to ensure a fair trial | εγγυώμαι δίκαιη διαδικασία |
enterprise liable to a serious penalty | επιχείρηση που φέρει την ευθύνη σοβαρών παραβάσεων |
entry into effect of a transfer of a Community plant variety right | έναρξη ισχύος της μεταβίβασης κοινοτικού δικαιώματος |
European Convention providing a Uniform Law on Arbitration | Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ενιαίου νόμου σε θέματα διαιτησίας |
Europol shall liaise with a single national unit | η Ευρωπόλ θα ευρίσκεται σε στενή επαφή με έναν και μοναδικό εθνικό φορέα |
evolution of Community regulations through a global approach | συνολική αντιμετώπιση για την εξέλιξη της κοινοτικής ρύθμισης |
examination law makes the grant of a patent subject to the results of an examination | εξέταση |
examination of a particular case | εξέταση ορισμένης υποθέσεως |
examination of an official as witness before a national court | μαρτυρία υπαλλήλων ενώπιον εθνικών δικαστηρίων |
exclusion for life from a Member State's territory | ισόβια απαγόρευση διαμονής |
execute a procès-verbal | προβαίνω σε σύνταξη πρακτικού |
executor of a will | εκτελεστής διαθήκης |
exhaustion of the right conferred by a Community trade mark | αποδυνάμωση του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα |
expiration of a period | λήξη προθεσμίας |
expiration of a term | λήξη προθεσμίας |
to extend a suspension | παρατείνω την αναστολή |
extension of time limit for lodging a response | παράταση της προθεσμίας υποβολής υπομνήματος αντικρούσεως |
extent to which it should apply on a world scale | πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων σε διεθνές επίπεδο |
Extinguishment of a sentence by limitation | παραγραφή της ποινής |
extortion or dishonest receipt of money by a public officer | καταπίεση |
failing to notify chargeability to tax, making a false statement to obtain an allowance | μη δήλωση φορολογητέων εισοδημάτων ; ψευδή δήλωση η οποία γίνεται για να επιτευχθεί έκπτωση από το φόρο |
failure by a State to fulfil obligations | παράβαση κράτους μέλους |
failure of a Member State to fulfil obligations | παράβαση κράτους μέλους |
failure to give a reasoned reply | έλλειψη αιτιολογημένης απάντησης |
failure to make a tax return after receiving a summons | μη υποβολή φορολογικής δηλώσεως μετά από σχετική πρόσκληση |
family situation arising through a relationship other than marriage | οικογειακή κατάσταση που γεννάται από άλλες εκτός του γάμου σχέσεις |
fee for the cancellation of the registration of a licence | τέλος διαγραφής της καταχώρησης άδειας χρήσεως |
fee for the inspection of a file | τέλος για την έρευνα του φακέλου |
filing of a claim | υποβολή αίτησης |
finding of a jury | ετυμηγορία |
to fix a lower minimum holding | ορίζω χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής |
form A/B | έντυπο Α/Β |
forms of crime which affect a common interest covered by a Union policy | μορφές εγκληματικότητας που θίγουν ένα κοινό συμφέρον το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής της Ένωσης |
to forward a copy | κοινοποίηση αντίγραφου |
forward a report | διαβιβάζω έκθεση |
founding of a partnership | σύσταση εταιρίας |
founding of a partnership | ίδρυση εταιρίας |
fraud in obtaining a judgment | απάτη κατά του δικαστηρίου |
fulfil the necessary conditions for the adoption of a single currency | πληρώ τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος |
to give a retroactive effect | παρουσιάζω ένα αναδρομικό αποτέλεσμα |
give rise to a dispute | προκαλώ μια διαφορά |
to give rise to a right of priority | γεννάται δικαίωμα προτεραιότητας |
giving evidence from a distance | κατάθεση μαρτύρων εξ αποστάσεως |
granting of a benefit | χορήγηση μίας παροχής |
granting of a benefit | χορήγηση παροχής |
granting of a benefit | καταβολή παροχής |
ground for a decision | αιτιολογική σκέψη |
ground for refusing a mark | λόγος απόρριψης ενός σήματος |
grounds for rejecting a complaint | λόγος απόρριψης |
guaranteed access on payment of a fee | εγγυημένη και έναντι τιμήματος πρόσβαση |
Guidelines for a Community policy on migration | κατευθύνσεις για μια κοινοτική πολιτική των μεταναστεύσεων |
to harm the defence interests of a Member State | παραβλάπτει τα συμφέροντα της αμύνης ενός Kράτους μέλους |
having capacity to make a will | διαθέτης ικανός ή μη |
to hear and determine a case | εκδικάζω μια υπόθεση |
hear and determine questions referred for a preliminary ruling | αποφαίνομαι επί προδικαστικών ζητημάτων |
if a decision can be binding only after the fulfilment of constitutional requirements | εάν απόφαση...καθίσταται δεσμευτική...μόνο μετά την εκπλήρωση συνταγματικών απαιτήσεων... |
if a member has been guilty of serious misconduct | αν μέλος διαπράξει βαρύ παράπτωμα |
if the outcome of proceedings depends on the determination of an incidental question of recognition of a judgment | παρεμπιπτόντως |
illegality of an act of a Community institution | το παράνομο μιας πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου |
immunity has been waived and criminal proceedings are instituted against a Judge | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη |
indemnification for the termination of a contract | αποζημίωση για την καταγγελία της συμβάσεως |
to indicate an address for service in a State | διορίζω αντίκλητο σ'ένα κράτος |
infringement of a Community trade mark | παραποίηση του κοινοτικού σήματος |
infringement of a Community trade mark | απομίμηση του κοινοτικού σήματος |
infringement of a national trade mark | προσβολή εθνικού σήματος |
infringement of a patent | προσβολή των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
infringement of a patent | προσβολή των εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαιωμάτων |
infringement of the principle of finality of a judgment | προσβολή του δεδικασμένου |
insolvency of a non-trader | παύση πληρωμών μη εμπόρου |
instrument of incorporation of a company | συστατική πράξη |
instruments constituting and regulating a legal person governed by private law | καταστατικό του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου |
invalidity of a treaty | ακυρότητα συνθηκών |
invention embodied in a three-dimensional form | εφεύρεση που παρουσιάζεται με τρισδιάστατη μορφή |
to invoke a ground | επικαλούμαι λόγο |
to invoke a judgment against any party concerned | επικαλούμαι δικαστική απόφαση έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου |
to invoke a right against somebody | επικαλούμαι δικαίωμα κατά ... |
to invoke as a defence | προβάλλω τον ισχυρισμό |
to invoke his rights vis-à-vis a third party | επικαλούμαι τα δικαιώματά μου έναντι τρίτου |
invoking a recognised decision | επίκληση αναγνωρισμένης απόφασης |
issue of a copy of the certificate of registration | Εκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού καταχώρησης |
issuing of a visa | χορήγηση θεώρησης |
to join a third party in the proceedings | προσεπικαλώ τρίτο σε δίκη |
joint acquisition of an undertaking with a view to its division | από κοινού απόκτηση μιας επιχείρησης με σκοπό την κατανομή της |
judgment directing a person to do a particular act | απόφαση που επιβάλλει την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων |
judgment given in civil matters by a criminal court | απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο |
judgment of a particular case | εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως |
judgment of the Court expressly recording the existence of a new fact | απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξηνέουγεγονότος |
juridiction of a state | δικαιοδοσία ενός κράτους |
jurisdiction based on proceedings to pursue a remedy by way of appeal | δικαιοδοσία ενδίκων μέσων |
language of the application for a trade mark | γλώσσα της αίτησης του σήματος |
length of a document | όγκος ενός στοιχείου ή εγγράφου |
liability by reason of a legislative measure | ευθύνη εκ νομοθετικών πράξεων |
libel by a newspaper article | δυσφήμηση μέσω του Τύπου |
liquidation of a succession | εκκαθάριση της κληρονομίας |
list A | κατάλογος Α |
list of persons subject to a visa ban | κατάλογος προσώπων στα οποία δεν χορηγείται θεώρηση |
long lease conferring a right in rem | μακροχόνια μίσθωση με δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς |
loss allowed as a deduction | ζημία που γίνεται αποδεκτή προς έκπτωση |
loss of a right | απώλεια δικαιώματος |
loss of rights for failing to observe a time-limit | ακυρότητα |
loss of security for failure to observe a time limit | κατάπτωση ασφάλειας λόγω μη τηρήσεως προθεσμίας |
make a recommendation | διατυπώνω σύσταση |
make a representation | υποβάλλω παρατηρήσεις |
make a reservation | διατυπώνω επιφύλαξη |
management of a company | διαχείριση επιχείρησης |
meaning and scope of a judgment | έννοια και έκταση των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως |
measure constituting a development of the Schengen acquis | μέτρο που συνιστά ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν |
measure constituting a development of the Schengen acquis | μέτρο για την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν |
measure in lieu of a fine | μέτρο που υποκαθίσταται σε πρόστιμο |
member of a jury | μέλος των ορκωτών δικαστηρίων |
Member State without a derogation | κράτος μέλος χωρίς παρέκκλιση |
to modify a crime | αλλάζω το νομικό χαρακτηρισμό |
N/A | διαταγή απομάκρυνσης |
naked title to a property | ψιλή κυριότητα |
national court requesting a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή εθνικής δικαστικής αρχής |
national of a third State | υπήκοος τρίτου Kράτους |
nationality of a Judge | ιθαγένεια του δικαστή |
new fact of such a character as to lay the case open to revision | χαρακτηριστικά νέου γεγονότος που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως |
no need to give a decision | κατάργηση της δίκης |
no right shall be prejudiced in consequence of the expiry of a time limit | απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιταχθεί |
normative provision of a collective agreement | όρος συλλογικής σύμβασης |
normative provision of a collective agreement | συμβατική διάταξη |
not a proper person to act as witness or expert | ανεπιτηδειότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
notice of termination of a collective agreement | καταγγελία μιας συλλογικής σύμβασης |
notification of a judicial act | κοινοποίηση δικαστικής πράξης |
number of judges assigned to a Chamber | αριθμός των τοποθετημένων στο τμήμα δικαστών |
to observe a time limit vis-à-vis the Office | τηρώ μια προθεσμία έναντι του Γραφείου |
to obtain a technical result | επίτευξη τεχνικού αποτελέσματος |
obtaining identification of a variety | επίτευξη της αναγνώρισης μιας ποικιλίας |
to offer a composition | προτείνω συμβιβασμό |
to offer a composition | προτείνω διακανονισμό |
to offer to grant a licence | προτείνουν τη παραχώρηση αδείας |
office of a public prosecutor at a court of first instance | Εισαγγελία Πρωτοδικών |
office of the public prosecutor at a court of appeal | Εισαγγελία Εφετών |
official approval of a plan | επίσημη έγκριση σχεδίου |
on a non-discriminatory basis | χωρίς διάκριση |
on a non-profit-making basis | χωρίς να επιδιώκεται κέρδος |
on a payment basis | εξ επαχθούς αιτίας |
ongoing contract involving a series of operations | διαρκής σύμβαση |
operational actions of joint teams comprising representatives of Europol in a support capacity | επιχειρησιακές δράσεις κοινών ομάδων, οι οποίες περιλαμβάνουν εκπροσώπους της Ευρωπόλ, ως υποστήριξη |
part of an agreement accompanying the sale of a business | παρεπόμενη συμφωνία που συνάπτεται κατά τη μεταβίβαση επιχειρήσεως |
participation in a criminal organisation | συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση |
particular residence within a place | διαμονή σ'έναν συγκεκριμένο τόπο |
to particularize the concept of seat of a company | καθορίζω την έννοια της έδρας μιας εταιρείας |
party to a collective agreement | μέρος της συλλογικής σύμβασης |
party to a dispute | διάδικος |
passing of a dividend | μη διανομή μερίσματος |
passing of a dividend | καταχώρηση μερίσματος |
patent on a biological material | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για βιολογικό υλικό |
payment of a benefit | χορήγηση μίας παροχής |
payment of a benefit | καταβολή παροχής |
payment of a benefit | χορήγηση παροχής |
payment of a surcharge | καταβολή προσθέτου τέλους |
period of notice of termination of a contract | περίοδος ειδοποιήσεως για τη λήξη της συμβάσεως |
periodic payment by way of a penalty | χρηματική ποινή |
person having a registered right in respect of a trade mark | δικαιούχος δικαιώματος καταχωρημένου επί του σήματος |
personal wrong by a servant in the performance of his duties | υπαιτιότητα υπαλλήλου της Κοινότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων του |
to place an agreement on a multilateral footing | προσδίδω πολυμερή χαρακτήρα σε μια συμφωνία |
possibility for a Directive to be relied on against an individual | δυνατότητα επικλήσεως οδηγίας κατά ιδιώτη |
postpone all other cases and give a decision | αποφασίζω αναβάλλοντας όλες τις άλλες υποθέσεις |
prior conflicting right of a third party | συγκρουόμενο προηγούμενο δικαίωμα τρίτου |
procedure to be followed in starting a strike | διαδικασία έναρξης της απεργίας |
proceedings for a declaration of invalidity | διαδικασία ακυρότητας |
proceedings for the grant of a plant variety right | διαδικασία χορήγησης δικαιώματος φυτικής ποικιλίας |
proceedings for the invalidation of a trade mark | διαδικασία κήρυξης ακυρότητας σήματος |
proceedings in which a regulation of the Council is at issue | διαφορά που θέτει υπό αμφισβήτηση την ισχύ κανονισμού του Συμβουλίου |
process of a court | διαδικασία |
processing of an application for grant of a Community right | διεκπεραίωση αιτήσεως για την παροχή του κοινοτικού δικαιώματος |
producer of a phonogram | παραγωγός φωνογραφημάτων |
profit assessed as income on a sliding scale | κέρδος που αποτιμάται με αναλογική κλίμακα |
to prohibit its use by a third party | απαγόρευση της χρήσης από τρίτον |
to prohibit the use of a national trade mark | απαγόρευση της χρήσης ενός εθνικού σήματος |
prohibition of the use of a Community trade mark registered in the name of an agent or representative | απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου |
proof of the existence in law of a legal person | στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη του νομικού προσώπου |
Protocol on a European Conformity Assessment Agreement | Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την αξιολόγηση της πιστότητας |
publication of a libel | δημοσίευση δυσφημιστικού έργου |
qualification as a refugee | ιδιότητα του πρόσφυγα |
to raise of its own motion a plea in law | εξετάζω αυτεπαγγέλτως ένα νομικό ισχυρισμό |
to reach a final conclusion on the question whether | προδικάζω την απάντηση στο ερώτημα αν |
to reach a settlement | καταλήγω σε συμφωνία |
reasons adduced for a judgment | νομική ανάλυση μιας υπόθεσης |
to recall a mission permanently or temporarily | ανακαλώ αποστολή οριστικά ή προσωρινά |
to reckon a time limit | αποτελώ αφετηρία προθεσμιών |
reference for a preliminary ruling | αίτηση προδικαστικής απόφασης |
reference for a preliminary ruling | Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
reference for a preliminary ruling by the X court by order of that court of...in the case of...v... | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... |
refusal of a visa | απόρριψη αίτησης θεώρησης |
refusal of a visa | απόρριψη αιτήματος για χορήγηση θεώρησης εισόδου |
refusal of a visa | άρνηση χορήγησης θεώρησης |
refusal of an extension of the EEC component type-approval for a type of ... | άρνηση για την επέκταση της επικύρωσης ΕΟΚ ενός τύπου ... |
refusal of asylum application not constituting a fresh claim | απαράδεκτο αίτησης ασύλου λόγω υποβολής ταυτόσημης αίτησης |
refusal of protection of a mark | απόρριψη προστασίας σήματος |
refusal of protection of a registration | απόρριψη της προστασίας της καταχώρησης |
refusal to engage a pregnant woman | άρνηση πρόσληψης εγκύου |
refusal to grant membership to a company | άρνησηεπαγγελματικής ένωσηςνα δεχθεί μια εταιρεία ως μέλος της |
registered letter with a form for acknowledgment of receipt | συστημένη επιστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής |
registered under international arrangements having effect in a Member state | διεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλος |
registering a death | δήλωση θανάτου |
registering a death | γνωστοποίηση θανάτου |
registration of a licence or another right in respect of a Community trade mark | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί κοινοτικού σήματος |
registration of a licence or another right in respect of an application for a Community trade mark | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί αιτήσεως κοινοτικού σήματος |
registration of the transfer of a Community trade mark | καταχώρηση της μεταβίβασης κοινοτικού σήματος |
rejection of a complaint | απόρριψη της ένστασης |
report presented by a Judge acting as Rapporteur | εισήγηση του εισηγητή δικαστή |
reports of perjury by a witness or expert | καταγγελία των παραβάσεων του όρκου μαρτύρων και πραγματογνωμόνων |
reprimanding of a minor | επίπληξη ανηλίκου |
to repudiate a contract | υπαναχωρώ της συμβάσεως |
repudiation of a treaty | αποκήρυξη συνθήκης |
request for a derogation | αίτηση για παρέκκλιση |
request for a penalty payment | αίτηση χρηματικής ποινής |
request for a preliminary ruling | αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
request for the grant of a utility model | αίτηση χορήγησης υποδείγματος χρησιμότητας |
request for the registration of a trade mark | αίτημα καταχώρησης σήματος |
requirement of a special professional qualification | ύπαρξη ειδικών επαγγελματικών προσόντων |
requirement to possess a visa | υποχρέωση θεώρησης |
requisition of a meeting | διαδικασία αίτησης σύγκλησης συνέλευσης μετόχων |
to rescind a decision | ανάκληση απόφασης |
residence card of a family member of a Union citizen | δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης |
resignation of a partner | αποχώρηση εταίρου |
to reverse a presumption | ανατρέπω τεκμήριο |
review of the substance of a judgment | αναθεώρηση αποφάσεως ως προς την ουσία |
Revised Convention for the Establishment of a European Organisation for Nuclear Research | Αναθεωρημένη Σύμβαση "περί ιδρύσεως Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών" |
revision of a judgment | αναθεώρηση |
right given as a security | δικαίωμα που παραχωρείται ως ασφάλεια |
right in a Community trade mark | δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος |
right of a heir to accept or to forgo a succession | δικαίωμα αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας |
right of a third party relating to the trade mark | δικαίωμα τρίτου επί του σήματος |
right of direct recourse of the authority concerned against a third party responsible for injury or damage | άμεσο δικαίωμα προσφυγής κατά τρίτου υπευθύνου ζημίας |
right prejudiced by expiry of a time limit | απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών |
right to a fair hearing | δικαίωμα δίκαιης δίκης |
right to a fair hearing | αρχή των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως |
right to a fair trial | δικαίωμα σε ιθεία δίκη |
right to a fair trial | δικαίωμα σε δίκαιη δίκη |
right to a get-up | δικαίωμα εξοπλισμού |
right to a hearing | δικαίωμα ακροάσεως |
right to a name | δικαίωμα στο όνομα |
right to a wholesome environment | δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον |
right to accept or waive a succession | δικαίωμα αποδοχής ή αποποίησης της κληρονομίας |
right to an effective remedy and to a fair trial | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου |
right to apply for a review | δικαίωμα υποβολής αίτησης ελέγχου |
right to manage a line | δικαίωμα εκμετάλλευσης γραμμής |
right to manage a line | δικαίωμα διοικήσεως γραμμής |
right to marry and to found a family | δικαίωμα γάμου και δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας |
right to prohibit the use of a subsequent trade mark | δικαίωμα απαγόρευσης της χρήσης πλέον πρόσφατου σήματος |
right to stand as a candidate | ιδιότητα του εκλογίμου |
right to stand as a candidate | δικαίωμα του εκλέγεσθαι |
right to stand as a candidate at municipal elections | δικαίωμα του εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές |
right to use immovable properties on a timeshare basis | δικαίωμα χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης |
rights and duties arising out of a family relationship, parentage, marriage or affinity | δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις συγγένειας εξ αίματος, γάμου ή αγχιστείας |
full rights as a citizen | πολιτικά δικαιώματα |
rights conferred by a Community trade mark | δικαιώματα που παρέχει το κοινοτικό σήμα |
rights in property arising out of a matrimonial relationship | γαμικό περιουσιακό καθεστώς |
seat held by a non-national on a local council | μέλος δημοτικού συμβουλίου,υπήκοος άλλου κράτους μέλους |
seat of a legal person or association of natural or legal persons | η έδρα των νομικών προσώπων |
to seek a winding up | κήρυξη πτώχευσης |
seizing of a court | επιληφθέν δικαστήριο |
seniority of a trade mark | αρχαιότητα σήματος |
separation a mensa et toro | δικαστικός χωρισμός |
separation a mensa et toro | δικαστικός χωρισμός των συζύγων |
separation a mensa et toro | χωρισμός από τραπέζης και κοίτης |
serve a sentence | εκτίω ποινή |
to set aside a judgment or an order | ακύρωση απόφασης ή Διάταξης |
to settle a claim | διακανονίζω μια ζημιά |
share in a co-operative | πιστοποιητικό συμμετοχής |
share of a cooperative | πιστοποιητικό συμμετοχής |
signatory to a collective agreement | μέρος της συλλογικής σύμβασης |
sit in a case | μετέχω στην εκδίκαση μιας υποθέσεως |
State bordering a strait | παράκτιο των στενών Κράτος |
State monopolies of a commercial character | κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα |
subject to a right of appeal to the Court of Justice on points of law only | υπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα |
subject to a security system | υποβάλλονται σε καθεστώς απορρήτου |
succession to the estate of a deceased person | κληρονομική διαδοχή |
succession to the estate of a deceased person | διαδοχή αιτία θανάτου |
such provisions as are a matter for regulation or administrative action | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα; διοικητικές διατάξεις |
such provisions as are a matter for regulation or administrative action | διατάξεις κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα |
sudden inflow of nationals from a third country | αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτης χώρας |
sudden inflow of nationals from a third country into the Community | αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτης χώρας στην Κοινότητα |
to sue a person in a court | ενάγω κάποιον ενώπιον δικαστηρίου |
to sue someone in a court | ενάγω κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου |
supply under a contract to make up work | παράδοση εργασίας φασόν |
to take a break from work to look after the children | διακόπτω την επαγγελματική μου δραστηριότητα για να αφοσιωθώ στην ανατροφή των παιδιών |
to take advantage of the priority of a previous application | διεκδίκηση της προτεραιότητας μιας προγενέστερης κατάθεσης |
to take its decisions by a simple majority | λήψη αποφάσεων με απλή πλειοψηφία |
to take the form of a concerted approach | συνίσταται σε συντονισμένη δράση |
take the necessary steps to comply with the judgment declaring a decision to be void | λαμβάνω τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως |
taking up paid employment in breach of a condition of leave | άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας χωρίς άδεια εργασίας |
termination of a treaty | λήξη συνθήκης |
the adoption or amendment of a provision | η θέσπιση ή η τροποποίηση διατάξεως |
the Community may be a Party to legal proceedings | η Kοινότης δύναται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου |
the Conciliation Committee approves a joint text | η επιτροπή συνδιαλλαγής εγκρίνει κοινό σχέδιο |
the court orders the dissolution of a company | το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας |
the dispute is submitted to the Court of Justice under a special agreement between the parties | η διαφορά αυτή υποβάλλεται στο Δικαστήριο δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας |
the granting of a licence shall confer a right to full compensation | η χορήγηση αδείας θεμελιώνει δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως |
the inspection team drew up a protocol | η ομάδα επιθεώρησης συνέταξε πρακτικό |
the legal representation of a person who is mentally ill | η εκ του νόμου αντιπροσώπευση φρενοβλαβούς |
the movable property a building contains | κινητά που περιέχονται στο ακίνητο |
the notice joining the third party must be served on that party and a copy must be sent to the other party | κοινοποιώ |
the Office invites the parties to make a friendly settlement | το Γραφείο καλεί τους διαδίκους σε συμβιβασμό |
the procedural law of a Member State | το δικονομικό δίκαιο ενός κράτους μέλους |
the revision shall be opened by a judgment | η διαδικασία της αναθεωρήσεως άρχεται δι'αποφάσεως |
the rules of private international law of the State in which recognition is sought court which gave the original judgment applied a law other than that which would have been applicable under the rules of private international law of the State in which recognition is sought | οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους εκτελέσεως |
the service of a judicial document causes time to begin to run | με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες |
the setting aside of a judgment following a pourvoi dans l'intérêt de la loi | απόφαση του ακυρωτικού που απαγγέλλεται υπέρ του νόμου |
the State in which a judgment was given | το κράτος εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως |
the status of a minor | η προσωπική κατάσταση ανηλίκου |
the term serious penalty means a criminal or administrative penalty | ως "σοβαρή παράβαση" νοείται η επισύρουσα ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις |
the underlying principle of a provision | ratio legis μιας διατάξεως |
the United Kingdom is not a single legal and judicial area | οι ουσιαστικοί κανόνες |
third party entitled to use a geographical name | τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία |
timeshare interest in a building | χρονομερίδιο σε κτίριο |
to the detriment of the wife of a foreigner who has been declared dead by judgment of the court | θάνατος που βεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση |
trade mark of such a nature as to deceive the public | σήμα που θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό |
transfer of a trade mark registered in the name of an agent | μεταβίβαση σήματος που έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου |
transfer of power to a civilian government | παράδοση της εξουσίας σε πολιτική κυβέρνηση |
transfer to a workhouse | παραπομπή σε κατάστημα εργασίας |
translation of a previous application | μετάφραση της προγενέστερης αίτησης |
treatment as a non-taxable person | μή υπαγωγή στο φόρο |
utilisation of immovable property on a timeshare basis | χρήση ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής ιδιοκτησίας |
validity of a patent | κύρος των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
verifying the continuing existence of a variety | έλεγχος σχετικά με το αν συνεχίζει να υφίσταται μια ποικιλία |
violation of a State's sovereignty | προσβολή της κυριαρχίας ενός κράτους |
violation of an oath by a witness or expert | παράβαση του όρκου των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων |
waive his right to lodge a reply or rejoinder | παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση |
waiver of a claim by the interested party | παραίτηση του δικαιούχου |
where there appears to be a transfer of profits | τεκμαιρόμενη μεταβίβαση κερδών |
will setting up a trust | διαθήκη σύμφωνα με την οποία ορίστηκε καταπίστευμα |
wing member of a tribunal | ορκωτός δικαστής |
with a view to furthering the objective of this Treaty | για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης |
withdraw approval from a body | αποσύρεται η έγκριση από έναν οργανισμό |
withdrawal of a party | αποχώρηση μέρους |
withdrawal of an extension of the EEC component type-approval for a type of .. | ανάκληση της επέκτασης της επικύρωσης ΕΟΚ ενός τύπου ... |
within the framework of a joint programme | στο πλαίσιο κοινού προγράμματος |
worker dismissed without a valid reason | εργαζόμενος που απολύθηκε καταχρηστικά |