DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Term | all forms | exact matches only
EnglishGreek
appointment termsόροι μιας σύμβασης
appointment termsόροι της σύμβασης
appointment termsσυμβατικοί όροι
average nominal long-term interest rateμέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο
contractual termsσυμβατική ρήτρα
enacting termδιατακτικό
enacting termsδιατακτικό
expiration of a termλήξη προθεσμίας
fixed-term contractσύμβαση ορισμένου χρόνου
fixed-term contractσύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
Framework Agreement on Fixed-term WorkΣυμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου
general terms of businessγενικοί όροι πωλήσεως
hereditary long term leaseholderκληρονομικός μακροχρόνιος μισθωτής
In this INSTRUMENT, the term "Member State" shall mean any Member State with the exception of Denmark.Για τους σκοπούς του παρόντος της παρούσας πράξης, νοείται ως "κράτος μέλος" κάθε κράτος μέλος πλην της Δανίας.
to interrupt the term of limitationαναστέλλω τον περιοριστικό όρο
licence termπερ·ίοδος της άδειας
long-term commitmentsμακροπρόθεσμες υποχρεώσεις
long-term interest-rate levelεπίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
long-term lease with option to purchaseσύμβαση εμφύτευσης με δικαίωμα αγοράς
long-term residenceκαθεστώς επί μακρόν διαμένοντος
long-term residentεπί μακρόν διαμένων - ΕΚ
long-term residentεπί μακρόν διαμένων
long term visaθεώρηση τύπου D
long term visaθεώρηση μακράς διαρκείας
long term visaθεώρηση μακράς διαμονής
long term visaβίζα μακράς διάρκειας
medium-term financial assistance for balances of paymentsμηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών
patent termπερίοδος ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
post-term use banαπαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας
provisions regulating terms and conditions of employmentεργατική νομοθεσία
registered termsκαταχωρημένοι όροι
remainder of his predecessor's term of officeυπόλοιπο διάστημα της θητείας
salvage termsόροι ναυαγιαιρεσίας
salvage termsόροι ναυαγοσώσεως
salvage termsόροι διασώσεως
short-term agreement for use and occupationσύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη
short-term monetary supportβραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης
short-term multiple entry visaθεώρηση μικρής διάρκειας πολλαπλών εισόδων
short-term patentυπόδειγμα χρησιμότητας
short-term patentευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας
term during which the patent is in forceδιάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας
term of limitationπροθεσμία παραγραφής
term of officeδιάρκεια του αξιώματος
term of officeδιάρκεια της θητείας
term of office of the Presidentδιάρκεια της θητείας του προέδρου
term of protectionδιάρκεια προστασίας
terms and arrangementsγενικοί και ειδικοί όροι
terms and conditionsγενικοί και ειδικοί όροι
the term of two years shall be computed from the date on which the judgment of the final court of appeal was givenη διετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας
the term serious penalty means a criminal or administrative penaltyως "σοβαρή παράβαση" νοείται η επισύρουσα ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις
their term of office shall be four yearsη θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί
unfair terms in consumer contractsαθέμιτος όρος στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές
to unify the term of protectionενοποίηση των όρων της προστασίας
very short-term financingπολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός