DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Stocks | all forms
EnglishGreek
authorized capital stockεγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο
basic stock mixtureβασικό μίγμα προϊόντων προς διάθεση
capital stockμετοχή
capital stockμετοχή κεφαλαίου
company listed on a stock exchangeεταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο
company whose shares are officially listed on stock exchangesεταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο
control stockδεσμεύουσα μειοψηφία
control stockελέγχουσα μερίδα μετοχών
joint stock capitalονομαστικό κεφάλαιο
joint stock capitalμετοχικό κεφάλαιο
joint stock capitalεταιρικό κεφάλαιο
no-par stockμερίδιο
no-par stockμετοχικό κεφάλαιο
preferred stocksπρονομιούχες μετοχές
profit relating to stockκέρδος σχετικά με το απόθεμα
review of capital stockεπανεξέταση του μετοχικού κεφαλαίου
start-up stock purchaseπρομήθεια αρχικών αποθεμάτων
stock build-upδημιουργία αποθεμάτων
stock certificateαποδεικτικό κυριότητας μετοχής
stock corporationανώνυμη εταιρεία
stock creationδημιουργία αποθεμάτων
stock exchange lawχρηματιστηριακό δίκαιο