DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Officer | all forms | exact matches only
EnglishGreek
booking officerόργανο που διαπιστώνει την παράβαση
chief administrative officerανώτατος διοικητικός λειτουργός
Chief Operating OfficerΔιοικητικός Γενικός Διευθυντής
consular officerπροξενικός λειτουργός
Coroner's officerιατροδικαστική υπηρεσία
court officerδικαστικός επιμελητής
court officerυπάλληλος της ποινικής αστυνομίας
criminal investigation officerβοηθητικός δικαστικός υπάλληλος
diplomatic or consular officerδιπλωματικός υπάλληλος ή προξενικός αξιωματούχος
elected municipal officerδημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος
extortion or dishonest receipt of money by a public officerκαταπίεση
hearing officerσύμβουλος ακροάσεων
junior professional officerσυνεργαζόμενος εμπειρογνώμων
law enforcement officerαστυνομικός υπάλληλος
legal officervoμικός σύμβουλoς
officer of justiceβοηθητικός δικαστικός υπάλληλος
probation officerεπιτηρητής
probation officerδικαστικός επιμελητής
public officerδημόσια αρχή
reporting to the police/immigration officerδήλωση εισόδου
the personal liability of officers and members as suchπροσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων