DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Law containing N | all forms | exact matches only
DanishGreek
N/Aαλλοδαπός χωρίς χαρτιά
N/A FRDKάδεια διαμονής αορίστου διάρκειας
retten til at anfægte oplysninger om Γn selvδικαίωμα για αμφισβήτηση της αλήθειας του ατομικού μητρώου