DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing υποστήριγμα | all forms
GreekGerman
ενισχυμένο μεταλλικό υποστήριγμα στοίβαξης μάζαςPutztraeger
κατακόρυφον υποστήριγμαvertikale Stuetze
κατακόρυφον υποστήριγμαtote Strebe
υποστήριγμα γέφυραςBrückenlager