DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing τμήμα | all forms
GreekGerman
ένα ευθύγραμμο τμήμα ποταμού έχει παγώσειein Flussabschnitt ist zugefroren
αρχικό τμήμα μώλουWurzel
αρχικό τμήμα μώλουLandanschluss
διαμήκες τμήμα κτιρίουSchiff
καμπύλο τμήμα τένονταUmlenkungskurve
κατώτερο τμήμα της υπόβασηςverbesserter Untergrund
κατώτερο τμήμα της υπόβασηςÜbergangsschicht
κατώτερο τμήμα της υπόβασηςUnterbettung
κεκαλυμμένον τμήμα διώρυγοςueberdecktes Profil
τμήμα επιμηκύνσεωςAuflanger
τμήμα επιπέδου στοιχείουTafel
τμήμα κατάντηuntere Strecke
τμήμα κατάντηEndabschnitt
τμήμα οικοπέδουGrundstücksteil
τμήμα υπογείου διαφράγματοςeingebautes Koppelungselement