DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing μονάδα | all forms
GreekEnglish
διοικητική μονάδα "Αστικό περιβάλλον"Urban Environment unit
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcrete central-mix plant
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcrete batching and mixing plant
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcreting plant
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcreting unit
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcrete plant
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςconcrete mixing plant
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματοςbatch plant
κτιριακή μονάδαbuilding unit
κτιριακή μονάδαbuilding component
μονάδα γειτονιάςneighbourhood unit
μονάδα διπλού τζαμιούsealed glazing unit
μονάδα διπλού τζαμιούdouble-glazed window units
μονάδα διπλού τζαμιούdouble glazing
μονάδα κουζίναςkitchen unit
Μονάδα Ναρκωτικών της Europol' Μονάδα Ναρκωτικών της ΕυρωπόλEuropol Drugs Unit
στερεοπαροχή ανά μονάδα επιφανείας διατομήςearthen section
φορτίο ανά μονάδα επιφανείαςload per unit area