DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing εγκαταστάσεις | all forms
GreekEnglish
έκταση προοριζόμενη για δημόσιες εγκαταστάσειςland for public facilities
δημόσιες εγκαταστάσειςcommunity equipment
δημόσιες εγκαταστάσειςmunicipal facilities
δημόσιες εγκαταστάσειςpublic facilities
δημόσιες εγκαταστάσειςcommunity facilities
δημόσιες εγκαταστάσειςcollective facilities
εγκαταστάσεις αμμοδότησηςsanding facilities
εξέταση και προηγούμενη έγκριση της τοποθεσίας όπου σχεδιάζεται να ανεγερθούν οι εγκαταστάσειςexamination and prior approval of the proposed siting of installations
εξοπλισμός κατασκευής και εργοταξιακές εγκαταστάσειςconstructional plant
χώρος προοριζόμενος για δημόσιες εγκαταστάσειςpublic facilities
χώρος προοριζόμενος για δημόσιες εγκαταστάσειςcollective needs