DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Construction containing άνοιγμα | all forms
GreekSpanish
άνοιγμα έκπλυσης προσχώσεωνdesagüe de limpia
άνοιγμα για τη μεταφορά υλικών κατά τη διάρκεια της κατασκευής ενός έργουhueco de paso en la construcción
άνοιγμα ζευκτώνseparación entre cerchas
άνοιγμα ζευκτώνdistancia entre formas
άνοιγμα καθαρισμούdesagüe de limpia
άνοιγμα παλίρροιαςtramo extremo
άνοιγμα παλίρροιαςtramo de acceso
άνοιγμα πλημμύραςtramo extremo
άνοιγμα πλημμύραςtramo de acceso
άνοιγμα στο δάπεδοhueco
καθαρόν επί μέρους άνοιγμαluz entre pilas
καθαρόν επί μέρους άνοιγμαdesagüe lineal de un vano
καθαρόν ολικόν άνοιγμα γεφύραςluz libre total
καθαρόν ολικόν άνοιγμα γεφύραςdesagüe lineal de un puente
κεντρικό άνοιγμαvano central
κεντρικό άνοιγμαtramo central
κύριο άνοιγμαtramo principal
ολικόν άνοιγμα γεφύραςlongitud de un puente
προσωρινό άνοιγμα κατά τη διάρκεια της κατασκευήςhueco provisional de paso en la construcción