DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Construction containing gross | all forms | exact matches only
EnglishGreek
gross areaακαθάριστος έκτασις
gross capacity of reservoirχωρητικότητα ταμιευτήρα
gross capacity of reservoirσυνολικός όγκος ταμιευτήρα
gross dutyακαθάριστον καθήκον αρδευτικού ύδατος
gross dutyκαθήκον αρδευτικού ύδατος εν τη πηγή τροφοδοσίας
gross storageσυνολικός όγκος ταμιευτήρα
gross storageχωρητικότητα ταμιευτήρα