DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Construction containing crossed | all forms
EnglishGreek
cross bracingαντιανέμιος σύνδεσμος
cross-drainage culvertσιφωνοειδής υδαταγωγός
cross-flow fanανεμιστήρας εφαπτόμενης ροής
cross frameεγκάρσιο πλαίσιο
cross girderκάθετο δοκάρι
cross girderπλάγιο δοκάρι
cross girderεγκάρσιο δοκάρι
cross girderδοκάρι λοξό στον άξονα
cross jointεγκάρσιος αρμός
cross memberδοκάρι λοξό στον άξονα
cross memberεγκάρσια δοκός
cross memberκάθετο δοκάρι
cross memberεγκάρσιο δοκάρι
cross memberπλάγιο δοκάρι
cross-section at crownδιατομή στη στέψη
cross section of a memberδιατομή ράβδου
cross trussεγκάρσια δοκός
cross trussεγκάρσιο δοκάρι
cross trussκάθετο δοκάρι
cross trussδοκάρι λοξό στον άξονα
cross trussπλάγιο δοκάρι
grade crossingισόπεδος κόμβος
intermediate cross girderμεσαία διαδοκίδα
level crossingτεχνικόν έργον ισοπέδου διαβάσεως
maximum cross-section of damμέγιστη διατομή του φράγματος
pedestrian crossingδιάβαση πεζών με διαγράμμιση
pedestrian crossingδιάβαση πεζών
right-angled crossingδιασταύρωσις υπό ορθήν γωνίαν
square crossingδιασταύρωσις υπό ορθήν γωνίαν
underground crossingυπόγεια διάβαση
Venturi flume drainage crossingτεχνικόν έργον διασταυρώσεως τύπου Venturi
zebra crossingδιάβαση πεζών με διαγράμμιση